"Σου έφερα κάτι να φας." Μου λέει ο Στάθης καθώς μπαίνει μέσα στο δωμάτιο «μου» όμως δεν του δίνω σημασία.
"Είσαι μια ολόκληρη μέρα χωρίς φαγητό. Πρέπει να φας." Μου λέει καθώς με πλησιάζει και δακρύζω.
Δεν τον κοιτάζω.
Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιτάζω έξω από το παράθυρο κοιτάζοντας πίσω από τα κάγκελα τον γαλάζιο ουρανό.
"Πολύ βαριά πήρες ότι έγινε. Όταν σου το έκανε ο Παύλος ήσουν πολύ πιο ψύχραιμη." Μου λέει καθώς κάθεται δίπλα μου και πολλά δάκρυα κυλάνε στα μάγουλα μου.
Δεν θέλω να είναι κοντά μου.
Δεν θέλω να είναι δίπλα μου.
Θέλω να φύγω από εδώ.
Θέλω να πάω πίσω στο σπίτι μου.
Θέλω να πάω πίσω στην μαμά και στον μπαμπά μου.
Μακάρι... Μακάρι να μην είχα φύγει ποτέ από το χωριό μου.
Να μην είχα πάει ποτέ να μείνω με τον Παύλο.
Να μην ήμουν ποτέ το Μητσάκη.
Να έμενα για πάντα η Νηρηίδα.
Να έμενα στο χωριό μου και να ήμουν ήσυχη.
Να μην ήθελα να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο.
Να μην ήθελα να σπουδάσω.
Να μην ήθελα να γλεντήσω.
"Νηρηίδα..." Μου λέει καθώς χαϊδευει τα μαλλιά μου και κλείνω αμέσως φοβισμένη τα μάτια μου.
"Θέλεις να σε πάω μήπως να σε κάνω μπάνιο?" Με ρωτάει και γνέφω αρνητικά.
"Μήπως τότε θέλεις να σε βγάλω έξω στο κήπο να πάρεις λίγο αέρα?" Με ρωτάει ξανά όμως πάλι γνέφω αρνητικά.
"Τι θέλεις τότε γαμώτο?" Μου φωνάζει εκνευρισμένος και αρχίζω να κλαίω.
"Θέλω... Θέλω... Να με γυρίσεις πίσω στο σπίτι μου. Σε παρακαλώ. Πήγαινε με πίσω στο σπίτι μου." Του λέω μέσα από το κλάμα μου και τότε κάθεται ξανά δίπλα μου.
"Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί." Λέει βγάζοντας από την τσέπη του ένα πακέτο με τσιγάρα και αφού βγάλει ένα το βάζει μέσα στο στόμα του και αρχίζει να καπνίζει.
"Τι θα μου κάνεις τώρα?" Τον ρωτάω φοβισμένη.
"Δεν ξέρω." Μου απαντάει και κλείνω ξανά τα μάτια μου.
"Πήγαινε με πίσω στο σπίτι μου. Σε ικετεύω. Πήγαινε με πίσω. Και δεν θα μιλήσω ποτέ σε κανέναν. Δεν θα πω ότι με πήρες εσύ αλλά... Αλλά... Ένας τυχαίος στον δρόμο... Και ότι δεν ξέρω ποιός ήταν. Απλά...Σε ικετεύω. Γύρισε με πίσω." Του λέω και γελάει ειρωνικά.