Πριν οχτώ χρόνια...
"Παύλο... Παύλο..." Φωνάζω τον αδελφό μου καθώς μπαίνω με το έτσι θέλω μέσα στο δωμάτιο του και τον βλέπω να κάθεται στο κινητό του και να κάνει κάτι.
"Εεε! Παύλο!" Συνεχίζω να τον φωνάζω και εκείνος γυρνάει και με κοιτάζει.
"Τι θέλεις μικρό?" Με ρωτάει και κάθομαι στο κρεβάτι δίπλα του.
"Είσαι καλά?" Τον ρωτάω και τότε έκπληκτος γυρνάει και με κοιτάζει.
"Τι έχεις κάνει?" Με ρωτάει αμέσως και στεναχωριέμαι λιγάκι.
"Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα?" Τον ρωτάω αγνοώντας την ερώτηση του.
"Παρασκευή. Γιατί?" Μου απαντάει και κοιτάζω το πάτωμα λυπημένη.
"Είναι δεκαέξι Μαΐου. Είναι τα γενέθλια μου." Του λέω και τότε κλείνει το κινητό του και κοιτάζει τον τοίχο.
"Δεν είναι σήμερα τα γενέθλια σου Μητσάκη. Σήμερα είναι η πέμπτη επέτειος θανάτου των γονιών μου. Τα γενέθλια σου είναι στις 18 Μαΐου. Δεν χρειάζεται να τα ξανά λέμε αυτά. Τα έχουμε συμφωνήσει πέντε χρόνια τώρα." Μου λέει και στεναχωριέμαι ακόμα περισσότερο.
"Απλά... Απλά επειδή... Εγώ... Σαν... Σαν σήμερα γεννήθηκα... Και... Εσύ... Δεν... Δεν ήξερες τι μέρα ήταν..." Αρχίζω να του λέω όμως με διακόπτει.
"Μητσάκη τα έχουμε ξανά πει αυτά! Τα γενέθλια σου θα τα γιορτάζουμε άλλη μέρα! Όποτε ξέχνα το να κάνουμε σήμερα στο σπίτι την οποιαδήποτε γιορτή!" Μου φωνάζει και τότε τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα όμως σφίγγω τις γροθιές μου για να μην βάλω τα κλάματα.
"Ναι... Αλλά... Επειδή δυο φίλοι μου από το δίπλα χωριό ήξεραν ότι είναι σήμερα τα κανονικά μου γενέθλια ήρθαν για να μου κάνουν έκπληξη... Και... Θέλω... Θέλω να τους πω να έρθουν εδώ να παίξουμε..." Του λέω λυπημένη.
"Σήμερα είναι μέρα πένθους Μητσάκη!" Μου φωνάζει και τρομάζω λιγάκι.
Το μισώ όταν μου φωνάζει και το ξέρει.
Με τρομάζει όταν ανεβάζει τον τόνο της φωνής του.
Γίνεται αμέσως κακός.
"Εντάξει. Συγνώμη. Αν... Αν είναι... Θα πάω μαζί τους να παίξω ή στην παιδική χαρά ή στην πλατεία." Του λέω καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι του.
"Στεναχωρηθηκες?" Τον ακούω να με ρωτάει και εκπλήσσομαι λιγάκι.
Πότε δεν με ρωτάει αν είναι χαρούμενη ή λυπημένη.