|Η αρχή του τέλους|

694 32 1
                                    

ΟΛΙΒΙΑ ΤΖΟΝΣΟΝ

  Το καλοκαίρι πέρασε τόσο γρήγορα, αλλά και τόσο ανέμελα. Γιατί έπρεπε να επιστρέψουμε στα σχολεία, πραγματικά! Μια χαρά ήμουν τρεις μήνες στο δωμάτιο μου με τον δροσερό αέρα του ανεμιστήρα! Πιο πολύ όμως δεν μισούσα αυτούς που αποφάσισαν την επιστροφή μας στα σχολεία. Μισούσα το σύμπαν! Όλο τον γαλαξία! Γιατί σίγουρα θα είχαν βάλει και αυτοί το χεράκι τους.

  Κανονικά θα έπρεπε να αρχίσω να λέω τι ωραία που πέρασα το καλοκαίρι. Πως πήγα σε εξωτικά μέρη και έκανα επισκέψεις σε παππούδες και ξαδέρφια! Τι γινόταν, όμως, στην δικιά μου περίπτωση; Γιατί εγώ δεν πήγα πουθενά όλο το καλοκαίρι! Λόγω της δουλειάς της μητέρας μου που έπρεπε να μείνει εδώ το καλοκαίρι για να κάνει παραπάνω υπερωρίες. Επιπλέον, η καλύτερη μου φίλη, η Κέιτ, ήταν άφαντη όλο το καλοκαίρι. Την έπαιρνα στο κινητό κάθε μέρα για να μάθω νέα της. Αλλά δεν μπορούσα να την βρω πουθενά. Ήταν χαμένη από προσώπου γης. Ώσπου μας τηλεφώνησαν οι γονείς της λίγες βδομάδες πριν και μας είπαν πως η Κέιτ πήγε στους παππούδες της για το καλοκαίρι. Και ότι εκεί που ήταν δεν είχε σήμα και ίντερνετ. Κάτι που μου φάνηκε αρκετά παράξενο. Θέλω να πω.. ποιος δεν είχε ίντερνετ;!!

  Και γενικότερα αρκετοί φίλου μου είχαν εξαφανιστεί από όταν άρχισε το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους και είχα τρομάξει αρκετά. Αλλά αργότερα έμαθα πως απλώς πήγαν στα εξοχικά των γονιών τους, ή ακόμα και των παππούδων τους, και δεν είχαν χρόνο για οτιδήποτε το οποίο θα διέκοπτε την χαλάρωση τους!

  Ήμουν αποφασισμένη. Την φετινή χρονιά θα την περνούσα όμορφα. Χωρίς κλάματα και στεναχώριες, όπως πέρυσι. Θα απολάμβανα την κάθε στιγμή. Η φετινή χρονιά θα ήταν γεμάτη με περιπέτειες και πολύ δράση! Θα ήταν διαφορετική! Μπορούσα να το αισθανθώ. Θα άλλαζαν μερικά πράγματα. Ω, ναι.... Θα άλλαζαν για τα καλά!

  Το ξυπνητήρι δεν έλεγε να σταματήσει να χτυπάει. Το διέταξα να σταματήσει, αλλά αυτό απλώς με αγνόησε. Όπως έκανε κάθε φορά που προσπαθούσα να μιλήσω σε άψυχα αντικείμενα και φερόμουν σαν τη θεία μου την Έιμι. Όταν, λοιπόν, το πήρα απόφαση πως το ξυπνητήρι θα αποτελούσε και αυτό ένα μαρτύριο στην ζωή μου, σηκώθηκα από τα μπεζ σεντόνια του ξύλινου κρεβατιού μου και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο.

  Ποτέ μου δεν μετάνιωσα που η μαμά μου συμφώνησε στην ιδέα να έχω δικό μου προσωπικό μπάνιο. Αν και δεν συμφώνησε ακριβώς... Δηλαδή, το έκανε. Μετά από πίεση δική μου.

  Έπλυνα το πρόσωπο μου με κρύο νερό, έβγαλα τις βελούδινες πιτζάμες μου και μπήκα στην ντουζιέρα. Αφέθηκα στο καυτό νερό που χτυπούσε απαλά την επιδερμίδα μου και χάθηκα στις σκέψεις μου. Πέρασε από το μυαλό μου η εικόνα δύο αμυγδαλωτών ματιών. Το χρώμα τους σε σκούρο πράσινο. Θύμωσα με τον εαυτό μου που τον σκέφτηκα, ξανά. Είχα ορκιστεί ότι θα τον ξεχνούσα μια και καλή. Δεν ήθελα να μιλάω ή να σκέφτομαι για αυτόν. Γιατί ήξερα πως μόνο από αυτό, θα ένιωθα πάλι το ίδιο. Και δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο.

  Μια φωνή τράνταξε τις σκέψεις μου και με ανάγκασε να επανέλθω στην πραγματικότητα.

"Γλυκιά μου, ξύπνησες;" Άκουσα την φωνή της μητέρας μου, καθώς χτυπούσε επίμονα την πόρτα του μπάνιου μου.

"Ναι μαμά, τώρα κατεβαίνω." Της απάντησα και άκουσα τα βήματα της να απομακρύνονται από το δωμάτιο μου και να βαδίζουν προς τις σκάλες για τον κάτω όροφο.

  Γονείς. Ποτέ δεν τους καταλαβαίνεις. Δηλαδή άμα δεν ήμουν ξύπνια και κοιμόμουν ακόμη, δεν θα το είχε καταλάβει; Δεν θα με είχε δει να κουλουριάζομαι κάτω από τα παπλώματα;

  Τότε, η προσοχή μου έπεσε πάνω στα γκρίζα πλακάκια της ντουζιέρας. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτό το χρώμα. Πόσο μάλλον για το μπάνιο. Ίσως κάτι σε γαλάζιο ή λευκό... Θα του πήγαινε καλύτερα.

  Τύλιξα γρήγορα την πετσέτα γύρω από το σώμα μου και μπήκα ξανά στο δωμάτιο. Για την συγκεκριμένη ημέρα, θεώρησα πως έπρεπε να φορέσω κάτι κομψό, αλλά ταυτόχρονα και λιτό. Δεν ήθελα να φανώ ούτε σαν ένα κορίτσι που πήγαινε στα Oscars , αλλά και ούτε σαν κάποια που πήγαινε στο mini market της γειτονιάς της. Κατέληξα σε μια λευκή τιραντέ μπλούζα και ένα μαύρο κολλητό τζιν. Σε συνδυασμό με το τζιν μπουφάν στο χρώμα της θάλασσας και τα αθλητικά μου. Πήρα την τσάντα μου στον ώμο, άφησα τα σγουρά μαλλιά μου να πέσουν ανάλαφρα πάνω στους ώμους μου και κατέβηκα στην κουζίνα.

  Περιέργως, δεν βρήκα την μαμά μου να κοιτάζει απελπισμένα το φρέσκο κέικ καρότου που υπήρχε πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Αντιθέτως, την βρήκα να κάθεται στον δερμάτινο καφέ καναπέ του σαλονιού μας και να κρατάει στα χέρια της- Το ήξερα! Είχε στα χέρια της δυο ζεστά κρουασανάκια που, σίγουρα, αγόρασε από τον φούρνο στον δρόμο της για εδώ. Αποφάσισα να φύγω κατευθείαν για το σχολείο χωρίς να ασχοληθώ περισσότερο με τις διατροφικές συνήθειες της μητέρας μου. Διότι, άμα περνούσα ακόμα ένα λεπτό εκεί κοιτάζοντας την σοκολάτα να ξεπροβάλλει μέσα από τα κρουασανάκια, δεν θα μπορούσα να συγκρατηθώ και θα ορμούσα.

  Βγήκα έξω και καθώς έκλεινα το πόμολο της πόρτας, παρατήρησα μία ανθρώπινη φιγούρα να πλησιάζει το σπίτι μου.

........................................................................

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο, μπορείτε να αφήσετε ένα σχόλιο και έναν ψήφο:)

Moonlight: The Prophecy {Starterliste21}Where stories live. Discover now