|Κεφάλαιο 19|

179 12 0
                                    

ΟΛΙΒΙΑ ΤΖΟΝΣΟΝ

   Η ατμόσφαιρα γύρω μου απέπνεε θάνατο. Κάτι μου έβγαζε... Η αιμορραγία είχε σταματήσει. Ένιωθα λίγο ζαλισμένη αλλά μου είπαν πως θα περάσει γρήγορα λόγω του ότι ήμουν λυκάνθρωπος. Το θέμα ήταν όμως ότι δεν είχα κάνει ακόμα μετάβαση. Οπότε... Πώς στο καλό λειτουργούσαν όλα μέσα μου σαν να ήμουν ήδη λυκάνθρωπος;!!

    Ο Ίθαν μου είχε πει πως θα επισκεπτόταν ξανά. Θα έφερνε μαζί του ένα ακόμα πρόσωπα. Δεν μου είπε λεπτομέρειες και η αλήθεια ήταν πως με είχε κατακλύσει η αγωνία. Ίσως έφερνε κάποιον γνωστό μου και τον άλλαζε σε βρικόλακα μπροστά στα μάτια μου. 

   Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Αποκαλύπτοντας δύο αντρικές φιγούρες να μπαίνουν στο εσωτερικό του δωματίου. Η πόρτα έκλεισε απότομα. Περιεργάστηκα τις φιγούρες και...

   Ωω θεέ μου...

"Μπαμπά;" Αναφώνησα. Τα πόδια μου έτρεμαν σε σημείο να μην μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι και να κολλήσω το σώμα μου στον τοίχο. Ήθελα να κρυφτώ. Ήθελα να εξαφανιστώ.

"Και γω χαίρομαι που σε βλέπω αγαπητή μου."

    Δεν το πίστευα. Μπροστά μου στεκόταν ο άνδρας που είχα ξεχάσει την ύπαρξη του. Και όταν η Ρόουζ μου είπε πως οι βρικόλακες τον σκότωσαν... Πώς γινόταν να είναι ζωντανός; Και γιατί εμφανιζόταν τώρα; Τον παρατήρησα καλύτερα. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Μόνο τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει λίγο στην ρίζα και τα γένια του είχαν μεγαλώσει παραπάνω από ότι συνήθιζε να τα αφήνει τότε. Και τα μάτια του παρέμεναν γκρίζα, όπως ακριβώς τα θυμόμουν.

"Μπαμπά;" Επανέλαβα μη μπορώντας να το πιστέψω πως τον είχα μπροστά μου.

"Ηρέμησε γλυκιά μου." Μου είπε τρυφερά ο Ίθαν καθώς με πλησίασε στο κρεβάτι.

   Έκανα αυτομάτως πίσω. Τον ήθελα όσο πιο μακριά γινόταν. Χιλιόμετρα... Δεν με είχαν δέσει. Ούτε καν τα πόδια ή έστω τα χέρια. Μπορούσα να κουνηθώ άνετα μέσα στο δωμάτιο. 

"Πώς γίνεται να είσαι ζωντανός;" Απευθύνθηκα στον πατέρα μου. "Η Ρόουζ μου είπε-" Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω.

"Ναι... Ξέρω ήδη τι θέλεις να πεις." Είπε απαλά "Αλλά είμαι καλά τώρα."

   Χωρίς δεύτερη σκέψη, σηκώθηκα από το κρεβάτι και έτρεξα πάνω του. Τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά που πίστεψα ότι θα μελανιάσει.

"Μα πώς;" Σήκωσα το βλέμμα μου προς αυτόν και τον κοίταξα ευτυχισμένη.

   Επιτέλους. Μετά από τόσο καιρό. Επιτέλους θα μπορούσε να διορθώσει τα πάντα. Θα πήγαινα σπίτι μαζί του. Θα είμασταν ξανά οικογένεια. Το βάρος θα έφευγε από την μαμά και θα απολαμβάναμε ξανά αυτές τις χαρούμενες και ζεστές στιγμές.

Moonlight: The Prophecy {Starterliste21}Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin