Το επόμενο πρωί το σώμα μου μοιάζει αρκετά άκαμπτο. Βέβαια, είναι ένα σύνηθες φαινόμενο αφού έχω αρκετό καιρό να κοιμηθώ όπως πρέπει. Παρόλη την κούραση, καταφέρνω να σηκωθώ από το κρεβάτι μου και να ετοιμαστώ για το σχολείο.
Κατεβαίνω τις σκάλες και πηγαίνω στην κουζίνα για να πάρω το πρωινό μου. Μπαίνοντας, όμως, στο χώρο κοντοστέκομαι για λίγο παρατηρώντας τη φιγούρα που πίνει τον καφέ της. Ένα ασυγκράτητο χαμόγελο απλώνεται στα χείλη μου και τρέχω προς το μέρος της.
«Μαρία!» φωνάζω και τυλίγω τα χέρια μου γύρω της. Ξαφνιάζεται, αλλά ανταποδίδει στο λεπτό αυτή τη στοργική αγκαλιά. «Νόμιζα ότι θα ερχόσουν το μεσημέρι», ψιθυρίζω ανάμεσα στα μαλλιά της.
«Δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερήσω», μου λέει και τρίβει την πλάτη μου.
Στέκομαι ξανά στα πόδια μου και παρατηρώ το πρόσωπό της. Θα έλεγα ότι μοιάζει διαφορετική από την τελευταία φορά που την είδα, ανανεωμένη και αποφασισμένη. Για λίγο αναρωτιέμαι αν θα μείνει ή απλά ήρθε να μας επισκεφθεί.
Τελικά, τα μάτια της μετακινούνται πίσω μου και το χαμόγελο σβήνει. Γυρίζω κι εγώ να αντικρίσω αυτό που της έχει τραβήξει την προσοχή και με πικρία έρχομαι αντιμέτωπη με τον μεθυσμένο πατέρα μου κοιμισμένο στον καναπέ. Ήλπιζα να αποτρέψω αυτό το θέαμα από τα μάτια της, αλλά δεν συνέβη.
«Ήταν ο Χριστόφορος εδώ όταν ήρθα και μου είπε ότι είχε πιει πολύ χθες», μου λέει με φωνή επίπεδη, ασυγκίνητη. Η ψυχρότητά της με στεναχωρεί και κάνει την καρδιά μου να σφιχτεί για λίγο. «Λυπάμαι που τον είδες σε αυτή την κατάσταση».
Γνέφω. «Δεν πειράζει, ήξερα ότι πίνει», απαντάω. Με ενοχλεί που συνεχίζουν να με αντιμετωπίζουν σαν κάποιο διαταραγμένο παιδί που προσπαθούν να προστατέψουν από την πραγματικότητα. Το να βρίσκομαι στην άγνοια για το τι συμβαίνει μέσα στην οικογένειά μου –όσο παράξενη και αν είναι– δεν κάνει τη ζωή μου ευκολότερη.
Καθόμαστε μαζί στο τραπέζι και πίνω το γάλα μου. Είμαι πολύ χαρούμενη που τη βλέπω ξανά και δεν μπορώ να σταματήσω να την κοιτάω. Έχει προσφέρει πολλά και αδυνατώ να μην αναγνωρίσω το πόσο έχει περιορίσει τις δικές της ανάγκες για τις δικές μου.
«Θα μείνεις, έτσι;» ζητάω να μάθω με ένα μικρό τρέμουλο στη φωνή μου.
Για μια στιγμή το βλέμμα της μετακινείται από πάνω μου, γεγονός που με κάνει να πανικοβληθώ. Στη συνέχεια, όμως, γνέφει. «Ναι», με διαβεβαιώνει. «Ό,τι και να συμβαίνει ανάμεσα σε εμένα και στον Κωστή δεν χρειάζεται να επηρεάσει και εσένα».
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...