Κεφάλαιο 1

99 10 13
                                    

Ακούω φωνές μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ανοίγω κουρασμένη τα μάτια μου και κοιτάζω γύρω μου, μόνο για να βεβαιωθώ ότι όλα φαίνονται φυσιολογικά. Περιμένω για μια στιγμή και κοιτάζω το ταβάνι ώσπου η φωνή να αντηχήσει ξανά και να με κάνει να συνειδητοποιήσω την πηγή της.

Διώχνω το πάπλωμα από το σώμα μου και σηκώνομαι από το στρώμα με κινήσεις σχεδόν μηχανικές, αφού αυτό το φαινόμενο έχει καταλήξει να είναι η ρουτίνα μου τα τελευταία χρόνια. Περπατάω στο κρύο πάτωμα ως την πόρτα του δωματίου μου, την ανοίγω αργά και βγαίνω στο σκοτεινό διάδρομο.

Τρίβω τα μάτια μου για να μπορέσω να εστιάσω καλύτερα και να αντιληφθώ το περιβάλλον γύρω μου. Δεξιά μου η πόρτα είναι μισάνοιχτη, γεγονός που για λίγο με παραξενεύει. Την σπρώχνω και μπαίνω στο εσωτερικό, προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτή παρόλο που ο λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι να τον ξυπνήσω.

Κάθομαι στο διπλό κρεβάτι και χαϊδεύω τα καστανόξανθα μαλλιά του, τα οποία έχουν απλωθεί άχαρα στο μαξιλάρι. Η θέση δίπλα του είναι άδεια και τα σεντόνια τσαλακωμένα, σηματοδοτώντας την πρόσφατη αποχώρηση του ατόμου. Το μέτωπό του είναι ιδρωμένο και ζαρωμένο από τη στενάχωρη έκφραση που παίρνει. Παρατηρώ ένα μικρό δάκρυ να κυλάει προς τον κρόταφό του από το δεξί του μάτι και ολόκληρο το σώμα του τρέμει.

Είναι αρκετά στενάχωρο να τον βλέπω έτσι, να ξυπνάω από τις φωνές του από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όμως, το κυριότερο είναι ότι δεν έχω ιδέα τι βλέπει που τον ταράζει τόσο πολύ, τουλάχιστον γνωρίζω ποια αντιμετωπίζει στα όνειρά του.

«Όχι!», μουρμουρίζει και σφίγγει τις παλάμες του σε μπουνιές, ενώ κουνάει το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, σαν να παλεύει με το ίδιο του το υποσυνείδητο.

Σκουπίζω το δάκρυ του με τον αντίχειρά μου και χαμογελάω θλιμμένα. Ξαφνικά, τα μάτια του ανοίγουν και μοιάζουν κενά, λες και βρίσκεται σε ένα επίπεδο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο που έβλεπε. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει έντονα και η ανάσα του είναι αναστατωμένη, ενώ συνεχίζει να κοιτάζει το ταβάνι στην προσπάθεια να αντιληφθεί ότι βρίσκεται στο σπίτι του, έπειτα από δεκαεπτά χρόνια.

Στρέφει το κεφάλι του προς τα αριστερά και κοιτάζει τη φωτογραφία στη μέση του κομοδίνου. Είναι μια μικρή, ασημένια κορνίζα με χρυσές λεπτομέρειες στις γωνίες της. Απεικονίζει μια γυναίκα με μαύρα, ανακατεμένα μαλλιά που πέφτουν απαλά στους ώμους. Το δέρμα της λευκό, σαν το χιόνι και τα μαύρα μάτια της είναι μισόκλειστα εξαιτίας του τεράστιου χαμόγελού της. Μοιάζει τόσο χαρούμενη –όπως και σε όλες τις φωτογραφίες που έχω δει– και η θετική ενέργεια που εκπέμπει μεταδίδεται γρήγορα σε όποιον την παρατηρεί.

Moon ChildWhere stories live. Discover now