Ο Αχιλλέας προσφέρεται να με πάει σπίτι, όμως αρνούμαι ευγενικά. Χρειάζομαι λίγο χρόνο να επεξεργαστώ τις πληροφορίες και να καθησυχάσω το πνεύμα μου, το οποίο οργιάζει από την ψυχική οδύνη.
Φτάνω στο σπίτι μου πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Οι σκέψεις μου με είχαν παρασύρει τόσο που δεν συνειδητοποίησα πόσο κοντά βρισκόμουν.
Ανοίγω με τα κλειδιά και αμέσως η Μαρία ξεπροβάλλει από την κουζίνα με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Παρά το γεγονός ότι έχει συμφωνήσει και η ίδια να μου αποκρύψει πληροφορίες σχετικά με τη μητέρα μου, πιθανόν και για τη δική της ψυχική ηρεμία, χαίρομαι πολύ που βρίσκεται εδώ και με φροντίζει προσδίδοντας σε εμάς τους τρεις έναν τίτλο που πλησιάζει αυτό της οικογένειας.
«Ήρθες!» αναφωνεί.
Βεβαιώνομαι πως το βραχιόλι βρίσκεται καλά φυλαγμένο στην τσέπη μου και πηγαίνω προς το μέρος της αντιγράφοντας το χαμόγελό της. Θέλω να φανώ αδιάφορη και όχι ανήσυχη, παρόλο που χιλιάδες σκέψεις κλονίζουν τον εγκέφαλό μου.
«Ο μπαμπάς, είναι εδώ;» ρωτάω και ρίχνω μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Εάν ήταν στο σπίτι, η παρουσία του θα ήταν αισθητή, όμως χρειάζομαι να βεβαιωθώ.
«Έχει πάει σε μια δουλειά και λογικά θα αργήσει», μου εξηγεί. Γνέφω και κάθομαι στην καρέκλα που μου υποδεικνύει. «Πεινάς;» με ρωτάει έτοιμη να με σερβίρει με ένα πιάτο στο χέρι.
«Όχι, ευχαριστώ, έφαγα στον Αχιλλέα», λέω ψέματα. Το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπο και το άγχος σε συνδιασμό με τα ερωτήματα που μου δημιουργούνται για το βραχιόλι στην τσέπη μου, δεν επιτρέπουν την εισχώρηση φαγητού στον οργανισμό μου.
Με κοιτάζει καλύτερα, εξεταστικά· τόσο που αναγκάζομαι να αποστρέψω το βλέμμα μου. «Είσαι καλά;» με ρωτάει και με πλησιάζει για να καθίσει στην καρέκλα δίπλα μου στο τραπέζι.
«Ναι, λίγο κουρασμένη μόνο». Εκμεταλλευόμενη την απουσία του μπαμπά μου, αποφασίζω να αντλήσω μερικές πληροφορίες, επειδή μπορώ να χειριστώ τη Μαρία καλύτερα. «Να σε ρωτήσω κάτι;».
Καστανά μάτια γεμάτα κατανόηση και χείλη μισάνοιχτα έτοιμα να απαντήσουν στην απορία μου χαρακτηρίζουν το πρόσωπό της. Πάντα τόσο πρόθυμη και τόσο καλή παρά τα όσα έχει περάσει. «Φυσικά».
«Η μαμά φορούσε κοσμήματα;». Τα φρύδια της σμίγουν εκφράζοντας απορία. «Επειδή σκεφτόμουν να φορέσω κάποιο βραχιόλι που να τη θυμίζει», εξηγώ βιαστικά.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...