Κάθομαι στο σαλόνι μετά τον αποχαιρετισμό μου με τη Μαρία. Ήταν δύσκολο να τη βλέπω να φεύγει με τις βαλίτσες στα χέρια, αλλά ξέρω πως είναι η σοφότερη απόφαση που έχει πάρει. Θα μείνει για λίγο καιρό στην Άννα Μαρία και θα ξεκινήσει να ψάχνει για δουλειά. Ίσως η στιγμή που την είδα να φεύγει να ήταν η μόνη που έκανε το πρόσωπό της να λάμψει λίγο.
Τώρα κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου στο άδειο σπίτι. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου καθώς περιεργάζομαι το τηλέφωνο του Τεό και κάνω πρόβα στο μυαλό μου αυτό που θα του πω. Κάθε πιθανή συζήτηση, όμως, μου φαίνεται άθλια και έχω αρχίσει να απελπίζομαι.
Είμαι τόσο βυθισμένη στις σκέψεις μου που δεν ακούω τον πατέρα μου που ξεκλειδώνει την πόρτα. Χρειάζεται να ρίξει τα κλειδιά στο πάτωμα για να αντιληφθώ πως δεν είμαι μόνη μου. Σβήνω βιαστικά την οθόνη του κινητού μου και σηκώνομαι όρθια.
Όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τη μορφή του παρατηρώ πόσο άθλιος δείχνει. Δεν κοιμήθηκε εδώ το βράδυ μετά τον τσακωμό του με τη Μαρία, ούτε στο φίλο του το Χριστόφορο –όπως με πληροφόρησε ο Αχιλλέας. Φοράει ακόμα το κοστούμι του, με το πουκάμισό του ανοιχτό στο στήθος του και τη γραβάτα του εντελώς λυμένη γύρω από το λαιμό του. Τα μαλλιά του δεν είναι χτενισμένα όπως συνήθως, αλλά πιασμένα σε έναν πρόχειρο και ατημέλητο κότσο. Τα μούσια του έχουν μακρύνει αρκετά, αλλά φαίνεται να είναι το τελευταίο πράγμα που τον απασχολεί.
Ξαφνιάζεται όταν με βλέπει. «Δεν έχεις σχολείο;» ρωτάει αδιάφορα και ξεροβήχει λες και έτσι μπορεί να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.
«Είναι Σάββατο», απαντάω κι εκείνος απλά γνέφει.
«Έχει μαγειρέψει η Μαρία;» ρωτάει καθώς προχωράει προς την κουζίνα. «Μαρία!» φωνάζει.
Τον ακολουθώ με την πλάτη μου ίσια. «Η Μαρία δεν είναι εδώ», του λέω. Τα μάτια του πέφτουν πάνω μου έκπληκτα και ζητάει να μάθει περισσότερα πριν το στόμα του προφέρει τις λέξεις. «Έφυγε», προσθέτω.
Σηκώνει τα φρύδια. «Πού πήγε;» απαιτεί να μάθει. «Πότε θα γυρίσει;».
«Δεν θα γυρίσει. Έφυγε. Για πάντα». Στέκομαι εκεί, στην είσοδο της κουζίνας με τη στάση μου να αποπνέει βεβαιότητα.
Το βλέμμα του έχει βυθιστεί τόσο στο δικό μου που αισθάνομαι την ανάγκη να κοιτάξω αλλού, ωστόσο δεν το κάνω. Το χρωστάω στη Μαρία να φανώ δυνατή απέναντί του. Τελικά, αποτραβιέται εκείνος πρώτος και στηρίζει το ψηλό σώμα του στο ξύλινο τραπέζι. Μοιάζει χαμένος, θλιμμένος ή και θυμωμένος.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...