Κεφάλαιο 2

38 7 15
                                    

Το επόμενο πρωί, το έντονο φως του ήλιου διαπερνάει το τζάμι και καρφώνεται στο πρόσωπό μου.
Ανοίγω νυσταγμένη τα βλέφαρα μου και προσπαθώ να συνηθίσω το φως.

Ελέγχω την ώρα και παρατηρώ ότι έχω ξυπνήσει δέκα λεπτά πριν το ξυπνητήρι και, παρόλο που θα μπορούσα να αξιοποιήσω αυτό το χρόνο για να κοιμηθώ, διώχνω το σεντόνι από πάνω μου και αποφασίζω να ξεκινήσω να ετοιμάζομαι για το σχολείο.

Σηκώνομαι από το στρώμα και κατευθύνομαι με βαριά βήματα προς το μπάνιο, στο τέλος του διαδρόμου. Πλένω το πρόσωπό μου και ντύνομαι πρόχειρα.

Προσέχω για λίγο τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου και συνειδητοποιώ πόσο κακό μού κάνει να ξυπνάω το βράδυ ανήσυχη για τους εφιάλτες του μπαμπά μου. Παίρνω μία βαθιά ανάσα, σηκώνω την τσάντα στον έναν ώμο μου και κατεβαίνω τις σκάλες, όπου οι σόλες των παπουτσιών μου αντηχούν σε ολόκληρο, σχεδόν, το σπίτι.

Φτάνω στην κουζίνα και χαμογελάω στους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί. Για λίγο φαίνεται να μη με παρατηρούν, οπότε πηγαίνω να καθίσω στη συνηθισμένη μου θέση στο τραπέζι.

«Καλημέρα», λέω και σπρώχνω την καρέκλα κάνοντας την παρουσία μου αισθητή.

Γυρνούν και οι δύο να με κοιτάξουν με μια στιγμιαία έκπληξη να διαγράφεται στα χαρακτηριστικά τους, λες και δεν με περίμεναν ή ίσως να τους διέκοψα από κάποια συζήτηση.

«Καλημέρα, Ρόζι», λέει η Μαρία και σηκώνεται για να φέρει το πρωινό μου· γάλα με δημητριακά.

Την ευχαριστώ και τρώω μια κουταλιά. Επικρατεί άβολη ησυχία για πολλή ώρα, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Κάθονται με αρκετή απόσταση μεταξύ τους πίνοντας αργά τον ζεστό τους καφέ, χωρίς να κοιτάζονται.

«Συμβαίνει κάτι;» ρωτάω και σταυρώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι.

Η ματιά του μπαμπά μου περνάει από το αδιάφορο πρόσωπο της Μαρίας και ύστερα στέκεται στο δικό μου. Καταπίνει τη γουλιά που έχει στο στόμα του και ακουμπάει την κούπα στο τραπέζι. Για κάποιο λόγο οι κινήσεις του μοιάζουν εξευτελιστικά αργές, σαν να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και να βάλει τις σκέψεις του σε μια λογική σειρά, έτσι ώστε αυτό που θα πει να ακουστεί πειστικό.

«Τι εννοείς;» ρωτάει και το βλέμμα του γλιστράει για άλλη μια φορά σε εκείνο της Μαρίας.

«Απλώς ρωτάω», απαντάω αδιάφορα και ανασηκώνω τους ώμους μου.

«Όλα είναι μια χαρά», με διαβεβαιώνει με ένα προσποιητό χαμόγελο, το οποίο φαίνεται να καταβάλλει τεράστια προσπάθεια για να σχηματίσει.

Moon ChildWhere stories live. Discover now