Αργά το απόγευμα φεύγω από το σπίτι, ανακοινώνοντας απλώς την αναχώρησή μου. Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα, όμως κυριαρχεί αυτό του θυμού για τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν και αποκρύπτουν τόσα πολλά πράγματα για τη ζωή της μητέρας μου. Ένας χείμαρρος σκέψεων κατακλύζει το μυαλό μου και χρειάζεται να πάρω μερικές βαθιές ανάσες για να ανακτήσω ξανά τον έλεγχο.
Περπατάω γρήγορα στους δρόμους της Αθήνας, ανάμεσα από χιλιάδες ανθρώπους με τα δικά τους προβλήματα. Μέσα σε ένα τέταρτο έχω φτάσει στο σπίτι του φίλου μου και χτυπάω την πόρτα με κομμένη την ανάσα. Στέκομαι στο κατώφλι για λίγο, αποζητώντας μερικές στιγμές ηρεμίας.
Ο Αχιλλέας, ανοίγει την πόρτα και με αγκαλιάζει αμέσως. Προχωράμε προς τα μέσα και στο σαλόνι συναντάμε τους γονείς του καθισμένους στον καναπέ.
«Γεια σου, Ρόζι!» με χαιρετούν σχεδόν ταυτόχρονα. Ανταποδίδω και συζητάμε για λίγο σχετικά με τα μαθήματα και τις σπουδές.
«Θα είμαστε στο δωμάτιο», ενημερώνει το αγόρι δίπλα μου και αρχίζουμε να κατευθυνόμαστε προς το βάθος του διαμερίσματος για να κλειστούμε στο χώρο του.
Έχω βρεθεί χιλιάδες φορές σε αυτό το μέρος που πλέον έχω απομνημονεύσει επακριβώς τις θέσεις των επίπλων του. Το διπλό κρεβάτι του στέκει στο κέντρο, απέναντι υπάρχει το τεράστιο έπιπλο της βιβλιοθήκης του μαζί με το γεμάτο γραφείο του και στον αριστερό τοίχο βρίσκεται η εντοιχισμένη ντουλάπα του. Το μέρος είναι μινιμαλιστικό, που προσδίδει μια ζεστασιά σε συνδιασμό με τις αφίσες και τα θερμά χρώματα. Πάντα ένιωθα περισσότερο σαν το σπίτι μου εδώ παρά στη μονοκατοικία που μένω τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια της ζωής μου.
Κάθομαι στο στρώμα και ξαπλώνω αμέσως κοιτάζοντας το ταβάνι. Εκείνος αντιγράφει τις κινήσεις μου και παραμένουμε ακίνητοι, όπως κάναμε μικροί, προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια του σοβά, χωρίς να σκεφτόμαστε με τις αναπνοές μας συγχρονισμένες. Ακριβώς αυτή τη στιγμή χρειαζόμουν ολόκληρη την εβδομάδα· να αποβάλλω την πίεση του διαβάσματος, του περιβάλλοντος του σπιτιού μου και τη θλίψη που το περιβάλλει τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια.
«Σε ευχαριστώ που μου είπες να έρθω», λέω αρκετή ώρα μετά, συνειδητοποιώντας πόσο ανάγκη είχε ο οργανισμός μου αυτή τη στιγμή ηρεμίας κοντά σε έναν άνθρωπο που με κάνει να αισθάνομαι οικειότητα όπως κανένας άλλος.
«Είναι τόσο άσχημα τα πράγματα, ε;» διαπιστώνει κι εγώ απλά γνέφω. Εκείνος ξεφυσάει και περνάει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. «Μίλησα με τον μπαμπά μου πάντως», με ενημερώνει.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...