Το επόμενο πρωί, ξυπνάω νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα και κάθομαι ακίνητη παρατηρώντας το ταβάνι. Ανακαλώ στη μνήμη μου όλες τις εικόνες από τη χθεσινή ημέρα και, σαν αποτέλεσμα, ξεφυσάω. Όλα είναι τόσο μπερδεμένα και αντί να ανακαλύψω κάτι που θα με βοηθήσει, οι σκέψεις μου περιπλέκονται ακόμα περισσότερο.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι, ετοιμάζομαι και φροντίζω να πάρω μαζί μου τη φωτογραφία της μητέρας μου με τον άγνωστο άνδρα. Αφήνω το σημειωματάριο κάτω από τα ρούχα μου και κατεβαίνω στην κουζίνα.
Δεν έχει ξυπνήσει κανένας ακόμα, οπότε φτιάχνω καφέ και ετοιμάζω πρωινό για όλους. Περνάει αρκετή ώρα μέχρι να ακούσω τα πρώτα βήματα στη σκάλα και για κάποιο περίεργο λόγο με κυριεύει άγχος. Κάθομαι στο τραπέζι και περιμένω υπομονετικά πίνοντας το γάλα με τα δημητριακά μου.
Η Μαρία μόλις με αντικρίζει κοντοστέκομαι για λίγο στην είσοδο ξαφνιασμένη. «Καλημέρα», μου λέει και με πλησιάζει για να αφήσει ένα φιλί στο κεφάλι μου. «Τι κάνεις τόσο πρωί;».
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ άλλο», απαντάω. «Πώς περάσατε χθες;» ζητάω να μάθω τη στιγμή μου κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι με μια κούπα ζεστό καφέ.
«Ήταν πολύ ωραία», αναφωνεί. «Η Τερέζα είχε φτιάξει το αγαπημένο σου φαγητό γιατί νόμιζε ότι θα ερχόσουν μαζί μας», με ενημερώνει.
«Γαριδομακαρονάδα;» ρωτάω ενθουσιασμένη και εκείνη γνέφει.
«Έπρεπε να έρθεις, ο Αχιλλέας ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του την περισσότερη ώρα».
«Είχα διάβασμα», λέω και την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ ότι δεν έκανα σχεδόν τίποτα χθες. Σιωπηλά εύχομαι αυτή η ιστορία με τη μητέρα μου να μη μου στοιχίσει τις σπουδές μου.
Στη συνέχεια, εμφανίζεται ο μπαμπάς μου με την καθημερινή του αμφίεση· λευκό πουκάμισο και μαύρο κοστούμι. Τα μαλλιά του είναι πιασμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και ένα αδύναμο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. Μας καλημερίζει και πίνει λίγο καφέ όρθιος, δίπλα από τον πάγκο.
Ο αέρας στην κουζίνα περιορίζεται επικίνδυνα και το κλίμα έχει καταστεί ιδιαίτερα φορτισμένο. Ελέγχω την ώρα και σηκώνομαι για να σηκώσω την τσάντα μου από το πάτωμα. «Φεύγω», τους ενημερώνω και ξεκινάω να περπατάω αργά προς το σχολείο.
Στέλνω μήνυμα στους φίλους μου να έρθουν νωρίτερα για να έχουμε αρκετό χρόνο να συζητήσουμε και ίσως να βρούμε κάποια άκρη στο όλο θέμα. Το καλοκαίρι φαίνεται να καραδοκεί, αφού η ζέστη δυναμώνει μέρα με τη μέρα. Σιχαίνομαι αυτή την εποχή, κυρίως επειδή φέτος είναι η πιο αγχώδης περίοδος της ζωής μου.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...