{POV Κωστή}
Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξεκινώ τη μηχανή, μόνο επειδή χρειάζομαι τον ήχο να με αποσπάσει. Τοποθετώ τα χέρια μου στο τιμόνι και το σφίγγω αναπνέοντας βαθιά. Παίρνω μερικά λεπτά για να ηρεμήσω, να σκεφτώ θετικά και κυρίως όχι πόσο σκατά τα έχω κάνει.
Λίγο αργότερα, αρχίζω να οδηγώ προς την εταιρία που δουλεύω. Ο δρόμος απλώνεται ατελείωτος μπροστά μου και η κίνηση στην Αθήνα αυτή την ώρα είναι ανυπόφορη. Κάθε φανάρι που με αναγκάζει να πατήσω φρένο, κάθε αργοκίνητο αυτοκίνητο μπροστά μου, μου δίνει χρόνο να σκεφτώ· κάτι που προσπαθώ να αποφύγω χρόνια.
Το μυαλό μου, όμως, κατακλύζεται από τα λόγια της Ρόζι και το βλέμμα της που μοιάζει τόσο γαμημένα πολύ με το δικό της. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι εκείνη δε θα μου ζητούσε να πάω σε ψυχολόγο, κυρίως επειδή αν ήταν εδώ θα ήμουν καλά.
Μετά από αρκετή ώρα, φτάνω στην εταιρία και αφήνω το αυτοκίνητο στον χώρο στάθμευσης. Το κτήριο είναι τεράστιο, με τοίχους καλυμμένους από γυαλί. Οι υπάλληλοι προχωρούν προς την είσοδο, όπου ανταλλάσσω με μερικούς κάποιες τυπικές κουβέντες μέχρι να πάει ο καθένας στον προορισμό του.
Στο βάθος του ισογείου διακρίνω το Χριστόφορο, να μιλάει με τον άνδρα στην υποδοχή. Μου χαρίζει ένα μικρό, επαγγελματικό χαμόγελο και πλησιάζει προς το μέρος μου. Περπατάμε μαζί ως το ασανσέρ και μπαίνουμε μέσα, κρατώντας τις αποστάσεις μας επειδή δεν πρέπει να δείξουμε τη σχέση μας έξω από τη δουλειά. Ήταν ρητός κανόνας του από την αρχή και οφείλω να ομολογήσω ότι τον συμμερίζομαι λόγω της θέσης του.
«Πώς είσαι;» ρωτάει όταν οι πόρτες κλείνουν και είμαστε μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
«Καλά», ψεύδομαι, διότι αυτή η ερώτηση προϋποθέτει μόνο αυτή την απάντηση.
Με μια γρήγορη δρασκελιά στέκεται μπροστά μου και με κοιτάζει μέσα στα μάτια εξεταστικά. Μορφάζω ενοχλημένος και αποφεύγω το βλέμμα του ελέγχοντας την ώρα στο ρολόι μου.
«Δεν είναι έτσι το καλά», μου λέει και με δείχνει με τον δείκτη του. Στα χείλη του σχηματίζεται ένα στραβό χαμόγελο σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα.
«Δεν με νοιάζει», δηλώνω με ένταση.
Οι πόρτες ανοίγουν και κατευθυνόμαστε προς το γραφείο μου αθόρυβα, προσποιούμενοι τον επαγγελματισμό μας. Η γραμματέας μου, η Λυδία, σηκώνεται αμέσως από την καρέκλα της για να μας υποδεχτεί, ισιώνοντας τη φούστα της.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...