Κεφάλαιο 11

22 4 5
                                    

Η βροχή ματαίωσε τα σχέδιά μας για εκείνη τη βόλτα στο κέντρο της πόλης, οπότε καταλήγουμε στο σπίτι του Αχιλλέα. Φαίνεται πως όλο το σύμπαν θρηνεί για αυτή τη μέρα και δεν μπορώ παρά να νιώσω αυτή τη συμπάθεια για τον κόσμο, ότι δεν κυλά όπως πριν.

Τρώμε μαζί με τους γονείς του και τον Ιάσονα, τον φίλο των πατεράδων μας. Παρόλο που είναι αρκετά μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με τον κύριο Χριστόφορο και το μπαμπά μου, μοιάζει να έχουν αρκετά κοινά και το κλίμα είναι ευχάριστο. Ωστόσο, εγώ σπάνια συμμετέχω στις συζητήσεις τους. Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω ότι δεν ταιριάζω σε αυτή την οικογενειακή ατμόσφαιρα· τουλάχιστον σήμερα.

Νωρίς το απόγευμα, αποφασίζω να επιστρέψω στο σπίτι. Αποχαιρετώ τους φίλους μου και αρχίζω να διασχίζω τη διαδρομή ως τη δική μου οικεία, γνωρίζοντας ότι θα είμαι μόνη μου. Η Μαρία μου στέλνει μήνυμα πως θα επιστρέψει αύριο το μεσημέρι και δε μπορώ να μην παραδεχτώ πως ήλπιζα να γυρίσει σήμερα.

Μπαίνοντας μέσα κατακλύζομαι από ένα βαρύ φορτίο μελαγχολίας. Αισθάνομαι μόνη μου, αναγκασμένη να βρίσκομαι μέσα σε τέσσερις άδειους τοίχους και να υποστηρίξω τον εαυτό μου. Φτιάχνω τα αγαπημένα πανκέικς της μητέρας μου –όπως τα έκανα με τη Μαρία– και αφού τρώω ακούγοντας το στόμα μου να μασάει την τροφή σε μια τρομακτική ησυχία, ανεβαίνω στον επάνω όροφο με την πρόθεση να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να αφήσω τη μουσική να καλύψει το κενό μέσα μου –ή τουλάχιστον να με κάνει να μην το σκέφτομαι.

Τη στιγμή, όμως, που κάθομαι στο κρεβάτι μου και κοιτάω την κλειστή ντουλάπα μου θυμάμαι το μπλε σημειωματάριο που είχα βρει στην αποθήκη. Η αλήθεια είναι πως απέφευγα εσκεμμένα να το διαβάσω, διότι φοβόμουν για αυτά που μπορεί να βρίσκονταν μέσα. Αλλά αυτή τη στιγμή ξέρω ότι ίσως να είναι η μοναδική στιγμή που θα έχω ελεύθερο χρόνο και σπίτι για κάτι τέτοιο· συν ότι είναι ο μόνος τρόπος να βρεθώ όσο πιο κοντά της γίνεται.

Πριν το σκεφτώ παραπάνω, ανοίγω την ντουλάπα μου και σηκώνω τα ρούχα μου για να τραβήξω το μικρό, πολυχρησιμοποιένο τετράδιο. Οι περισσότερες σελίδες είναι γραμμένες και με ελκύουν να τις διαβάσω, έτσι όπως τα γράμματα σκεπάζουν κάθε γραμμή. Οι πρώτες καλύπτονται από ποιήματα και φράσεις και για μια στιγμή αναρωτιέμαι γιατί ο πατέρας μου τα κρατάει όλα αυτά, γιατί αισθάνεται από απειλείται από τη μνήμη της μαμάς μου. 

Γνωρίζοντας ότι αυτό που κάνω είναι λάθος και ξεφυλλίζοντας τις καλογραμμένες σελίδες, φτάνω σε ένα μακροσκελές κείμενο που μου παρακινεί το ενδιαφέρον.

Moon ChildWhere stories live. Discover now