Κλείνουμε αθόρυβα την πόρτα του δωματίου του μπαμπά μου και, ενώ ο Αχιλλέας κάθεται στο κρεβάτι, εγώ ανοίγω τη ντουλάπα. Δεν υπάρχουν πολλά ρούχα να κρέμονται, οπότε βρίσκω γρήγορα το κουτί στο κάτω μέρος. Σηκώνω το καπάκι και πιάνω στα χέρια μου το φορητό υπολογιστή πηγαίνοντας να καθίσω δίπλα στο φίλο μου.
Πατάω το κουμπί και η οθόνη γεμίζει από ένα έντονο μπλε χρώμα, το οποίο σηματοδοτεί την εκκίνηση του μηχανήματος. Δαγκώνω το χείλος μου γεμάτη άγχος και ταυτόχρονα παρατηρώ τη νευρική κίνηση των δαχτύλων του άνδρα δίπλα μου. Μοιάζει να χρειάζεται αρκετή ώρα για να ανοίξει η αρχική και η αγωνία μας δεν βοηθά καθόλου.
«Γιατί αργεί τόσο;» γκρινιάζει ο Αχιλλέας και όταν τα πράσινα μάτια του συναντούν τα δικά μου ξεσπάμε σε γέλια.
Όταν επιτέλους στην οθόνη παρουσιάζεται μια εικόνα που παρουσιάζει το μπαμπά μου και τη μαμά μου να κρατούν ένα μωρό ανάμεσά τους, η ανάσα μου βγαίνει τρεμάμενη. Ασυναίσθητα εύχομαι να είχα την ανάμνηση από εκείνη τη φωτογραφία και αυτομάτως θλίβομαι. Αμέσως νιώθω το χέρι του φίλου μου να χαϊδεύει στοργικά την πλάτη μου, λες και έχει επίγνωση των σκέψεών μου.
«Λοιπόν, ας δούμε πού μπορεί να βρίσκεται η ατζέντα», μουρμουρίζω στον εαυτό μου και αρχίζω κουνάω το δάχτυλό μου πάνω από το ποντίκι. Ψάχνω στα αρχεία του υπολογιστή προσηλωμένη, περιμένοντας να βρω κάτι σχετικό.
«Ελπίζω να μην πέσουμε πάνω σε καμία τσόντα», λέει ο Αχιλλέας τραβώντας το έντονο βλέμμα μου. Γυρίζει να με κοιτάξει προσπαθώντας να συγκρατήσει το χαμόγελό του. «Συγγνώμη», απολογείται.
Κοιτάω μερικές παλιές φωτογραφίες των γονιών μου παλεύοντας να εμποδίσω τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά μου. Δεν δίνω ιδιαίτερη προσοχή υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου το λόγο που ψάχνω σε αυτό το λάπτοπ. Έχει διατηρήσει πολλά αρχεία από το παρελθόν –εικόνες και βίντεο που δεν φρόντισε να μου δείξει– και προσπαθώ να μην κατακλυστώ από τα συναισθήματά μου.
«Ίσως είναι εδώ», λέει ο Αχιλλέας δείχνοντας με το δείκτη του έναν φάκελο με το όνομα “Τηλ”. Κάνω αριστερό κλικ πάνω στο αρχείο και, πράγματι, μια τεράστια λίστα από ονόματα και τηλέφωνα εμφανίζεται στην οθόνη. Ανταλλάσσω ένα ενθουσιασμένο βλέμμα με το φίλο μου και χαμογελάμε ασυγκράτητα. «Άσε με να το ψάξω εγώ», δηλώνει και παίρνει το φορητό υπολογιστή στα πόδια του.
Τα μάτια του εξετάζουν προσεκτικά την κάθε γραμμή, ενώ ταυτόχρονα γλείφει τα χείλη του. Εστιάζω την προσοχή μου στα χέρια μου, τα οποία τρέμουν, γιατί όσο κοιτάω την αναρίθμητη λίστα αγχώνομαι όλο και περισσότερο. Αναρωτιέμαι αν όντως θα υπάρχει το όνομα του άνδρα, αν θα το έχει κρατήσει ή αν θα το είχε ποτέ. Είναι περίεργο να έχει κρατήσει το τηλέφωνο του πρώην της μητέρας μου και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πόσο χαζή ήταν η ιδέα να ψάξουμε κάτι τέτοιο.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...