Ο ήλιος το μεσημέρι έχει κρυφτεί πίσω από τα λευκά σύννεφα με ένα ελαφρύ αεράκι να χτυπάει το σώμα μου. Παρόλο που έχει μπει η άνοιξη, ο καιρός αντιγράφει την ασταθή ψυχολογία μου.
Αποχαιρετώ τους φίλους μου καθώς φεύγω από το σπίτι της Ευγενίας, οι οποίοι φροντίζουν να με εμψυχώσουν με τα λόγια τους. Το γεγονός ότι πέρασα μια βραδιά μαζί τους κατάφερε να με ηρεμήσει –κάπως.
Περπατώντας προς το σπίτι, επαναλαμβάνω στο μυαλό μου όλα αυτά που ανακάλυψα. Σκέφτομαι το πρόσωπο του άνδρα, το ημερολόγιο της μητέρας μου και εκείνο το βραχιόλι στο αιματοβαμμένο πάτωμα. Μακάρι να υπήρχε μια λογική εξήγηση πίσω από τη μυστικοπάθειά τους.
Ώρα μετά, φτάνω έξω από την πόρτα και κοντοστέκομαι μερικές στιγμές. Δεν ξέρω πώς πρέπει να συμπεριφερθώ και αν η ατμόσφαιρα θα είναι ευνοϊκή όταν θα εισέλθω στο εσωτερικό. Παρά τις αμφιβολίες μου –οι οποίες είναι όλο και πιο συχνές τελευταία– βάζω το κλειδί στην κλειδαριά και ανοίγω.
Ακούω φωνές και γέλια από το σαλόνι, με αποτέλεσμα το στομάχι μου να σφιχτεί. Είναι παράξενο να βρίσκομαι αντιμέτωπη με μια ευχάριστη ατμόσφαιρα και δεν έχω ιδέα πώς πρέπει να αντιδράσω, πώς πρέπει να νιώσω. Σχηματίζω ένα προσποιητό χαμόγελο με σκοπό να κρύψω το άγχος, το θυμό και όλες τις σκέψεις που με κατακλύζουν. Προχωρώ με σταθερά βήματα και φτάνω στεκόμενη αμήχανα στο σαλόνι.
Η Μαρία αντιλαμβάνεται αμέσως την παρουσία μου και το πρόσωπό της γεμίζει με μια παράξενη έκφραση, σαν να μην περίμενε την άφιξή μου. «Ρόζι!» αναφωνεί και σηκώνεται από τον καναπέ. Με πλησιάζει και περνάει το χέρι της γύρω από τους ώμους μου για να με φέρει κοντά στην άλλη γυναίκα.
Διακρίνω τα ψηλά πόδια της και την λεπτή κορμοστασιά της. Έχει όμορφα χαρακτηριστικά και φαίνεται αρκετά νεώτερη από τη Μαρία. Φέρνω στο μυαλό μου τη φωτογραφία με τα τέσσερα κορίτσια περίπου στην ηλικία των εικοσιδύο και το πρόσωπό της μου θυμίζει κάτι που έχω ξαναδεί.
«Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω», μου λέει με σταθερή φωνή και χαμογελάει συγκρατημένα. Η προφορά της προδίδει τη χρόνια διαμονή της στο εξωτερικό και αναλογιζόμενη τα κοντά μαύρα μαλλιά της, καταφέρνω να κάνω την αντιστοιχία με εκείνη τη φωτογραφία.
«Ρόζι, αυτή είναι η φίλη μου η Άννα Μαρία», μας συστήνει η γυναίκα δίπλα μου.
«Μπορώ να σε αγκαλιάσω;» ζητάει παρακλητικά, λες και η ζωή της εξαρτάται από την απάντησή μου.
YOU ARE READING
Moon Child
Teen Fiction«Θεέ μου, είσαι ίδια η μητέρα σου», αναφωνεί με κομμένη την ανάσα. Σηκώνει το χέρι του και διατρέχει με το δάχτυλό του το μάγουλό μου, διαπιστώνοντας ότι στέκομαι ακριβώς μπροστά του. «Είναι απίστευτο». «Υποσχέθηκες να μου πεις τα πάντα», λέω με το...