Η δουλειά 2

11.3K 585 29
                                    

        Μόλις πριν λίγους μήνες είχε έρθει απο το νησί της την Σύρο, στην πρωτεύουσα για να βρει δουλειά και ήδη είχε κουραστεί απο το ψάξιμο. Δεν υπήρχει τίποτα στο αντικείμενο της, και ότι υπήρχε ήταν χωρίς ασφάλιση, με πολλές ώρες και λίγα λεφτά. Πήγε σε μερικά φροντιστήρια, έδωσε το βιογραφικό της, έδωσε το πτυχίο μαθηματικών που είχε, αλλά κανένας δεν την κάλεσε ούτε για συνέντευξη. “Πφφφφ” αναστέναξε σιγανά. Προχώρησε μέχρι το παγκάκι που είδε πιο κάτω και κάθησε για λίγο. Έσφιξε γύρω της το παλτό της, και έτριψε τα χέρια της να ζεσταθούν. Ίσιωσε το σκουφί που φορούσε και έφτιαξε τα μακριά μαύρα της μαλλιά. Βρισκόταν σχεδόν στο τέλος Χειμώνα, και παρόλο που είχε μπει η Άνοιξη, το κρύο ήταν τσουχτερό. Έβγαλε αργά ένα μικρό κομμάτι εφημερίδας απο την τσέπης της και το ξεδίπλωσε. Μικρές αγγελίες. Τις μισές τις είχε διαγράψει με ένα μεγάλο “χι” και τις υπόλοιπες τις είχε κυκλώσει. Έριξε μια γρήγορη ματιά σε αυτές και έτριψε τα μάτια της με δύναμη. Είχε να φάει απο το πρωί και το στομάχι της διαμαρτυρόταν. Δίπλωσε και πάλι το απόκομα και το φύλαξε στην τσέπη της. Σηκώθηκε βιαστικά απο το παγκάκι και κατευθύνθηκε στην καφετέρια που εντόπισε απέναντι.

        Δεν είχε προλάβει να κάνει δύο βήματα στο δρόμο όταν ένα μηχανάκι εμφανίστηκε απο το πουθενά και με μεγάλη ταχύτητα πέρασε ξυστά απο δίπλα της, ρίχνοντας την κάτω. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που η Άννα δεν κατάλαβε τι έγινε. Βρέθηκε στο δρόμο, άκουσε γύρω της φωνές προσπάθησε αργά να σηκωθεί. “Είσαι καλά κοπέλα μου;” άκουσε μια γυναικεία φωνή δίπλα της πιάνοντάς την απο το χέρι. Η Άννα έγνεψε καταφατικά, και προσπάθησε να σηκωθεί. Μια βαριά αντρική φωνή ακούστηκε απο το πλάι, “καλυτερα κορίτσι μου να μην σηκωθείς, μπορεί να έχεις χτυπήσει”. Εκείνη έγνεψε αρνητικά και στάθηκε στα πόδια της. “Είμαι καλά, δεν έχω χτυπήσει” και γύρισε προς το μέρος του άνδρα. Ένας άνδρας γύρω στα πενήντα βρέθηκε απο πίσω της, της έδωσε την τσάντα της και την παρέσυρε στην άκρη του δρόμου. “Ο άθλιος έφυγε, είδε τι έπαθες και αντί να σταματήσει συνέχισε το δρόμο του!” είπε έντονα η κυρία. “Αυτή η νεολαία δεν υπολογίζει τίποτα πια...” συνέχισε να μονολογεί καθώς απομακρυνόταν.

        Η Άννα ξεσκόνησε τα ρούχα της, σοκαρισμένη ακόμα απο το παρολίγον ατύχημα. “Έλα κοπέλα μου, έλα να πιεις κάτι ζεστό να ηρεμήσεις γιατί τρέμεις ακόμα” της είπε και την στήριξε απο τον αγκώνα. Μπήκαν στην καφετέρια και παρήγγειλαν καφέ και τσάι. Κάθισαν σε ένα απόμερο τραπεζάκι χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Ο κύριος αναζήτησε το βλέμμα της, και της χαμογέλασε. “Αντώνης Μίχας” της λέει απλά και απλώνει το χέρι του προς το μέρος της. Τον κοίταξε και του είπε δίνοντας το δικό της “Άννα Φωτεινού, ευχαριστώ για την βοήθεια, είμαι καλά όμως ευχαριστώ”. Ο σερβιτόρος έφερε τα ροφήματά τους, και έμειναν για λίγο σιωπηλοί αφήνοντας το ζεστό υγρό να τους ζεστάνει για λίγα λεπτά. “Θέλεις να ειδοποιήσω κάποιον δικό σου, κάποιον φίλο;” έσπασε πρώτος την σιωπή ο Αντώνης. Η Άννα σήκωσε το βλέμμα της και έγνεψε αρνητικά “είμαι εντάξει, αλήθεια, δεν θέλω να ενοχλήσω κάποιον” είπε και τύλιξε τις παλάμες της γύρω απο την ζεστή κούπα. “Στην δουλειά σου πήγαινες;” την ρώτησε και πάλι προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα εκείνος. Η Άννα χαμογέλασε “για δουλειά πήγαινα ναι, βασικά έψαχνα δουλειά. Ερχόμουν εδώ να φάω κάτι και μετά θα συνέχιζα το ψάξιμο” του είπε ήρεμα φέρνοντας την κούπα στα χείλη της. Εκείνος την κοίταξε σκεπτικός “τι δουλειά ψάχνεις;” την ρώτησε. Η Άννα τον κοίταξε εξεταστικά με τα πράσσινά της μάτια. Δεν της φαινόταν ανώμαλος, δεν της φαινόταν περίεργος. Ένας φυσιολογικός άνδρας, με καθαρό βλέμμα, της έκανε αθώες ερωτήσεις, για να κάνουν κουβέντα πριν χωριστούν οι δρόμοι τους. “Μαθηματικός είμαι, άνεργη φυσικά, δούλευα χρόνια σε ξενοδοχείο στο νησί μου, και τώρα που ήρθα Αθήνα ψάχνω ότι να 'ναι”. Ο Αντώνης γέλασε και της είπε ζεστά “και ήρθες στην Αθήνα για δουλειά; τα πράγματα για τους εκπαιδευτικούς είναι δύσκολα παντού”. Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε “που μένεις τώρα, νοικιάζεις σπίτι;”. “Σε μια φίλη μένω, μου έχει παραχωρήσει το σπίτι της” του αποκρίθηκε αόριστα. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απο τον καφέ του και κοίταξε το ρολόι του. “Απο που είσαι;” την ξαναρώτησε κοιτάζοντας την έντονα. “Απο την Σϋρο” του απάντησε ξερά και άρχισε να ενοχλείτε απο τις ερωτήσεις του. Εκείνος το πρόσεξε και μαλάκωσε το βλέμμα του. Ξανακοίταξε το ρολόι του, και ξεφύσηξε δυνατά “πρέπει να φύγω” είπε και έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Έβγαλε μια επαγγελματική κάρτα και της την έδωσε. Την κοίταξε ήρεμα και της είπε “Εαν και μέχρι αύριο είσαι χωρίς δουλειά, έλα στις δέκα το βράδυ σε αυτήν την διεύθυνση, δουλεύω και εγώ εκεί. Ζήτησε εμένα, το όνομα αυτό είναι του αφεντικού μου” της είπε δείχνοντάς της την κάρτα. “Δεν είναι τίποτα φοβερό, μπαρ είναι αλλά θα βγάζεις αρκετά καλά λεφτά” της είπε καθώς σηκωνόταν απο την θέση του. Της άπλωσε το χέρι του και την χαιρέτησε θερμά. “Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα Άννα.” της έγνεψε με το κεφάλι και προχώρησε προς το μπαρ. Πλήρωσε το λογαριασμό και χάθηκε πίσω απο τις κλειστές πόρτες της καφετέριας. Η Άννα κοίταξε σκεφτική την κάρτα που κρατούσε στα χέρια της. “Μάρκος Ανδρέου” διάβασε το όνομα πάνω απο την διεύθυνση και χτύπησε την κάρτα στα δάχτυλά της.

Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}Where stories live. Discover now