Προσπάθησε να συνέλθει. Aκούμπησε την πλάτη της στον τοίχο κλείνοντας για λίγο τα μάτια της. Συγκεντρώθηκε στην αναπνοή της "εισπνοή- εκπνοή'"είπε σιγανά. Δεν την ακολουθούσε, δεν υπήρχε κανένας γύρω της, την έχασε... τον έχασε. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει μανιασμένα, ξεπλένοντας τους δρόμους, ποτίζοντας την γη. Ανέβασε τα χέρια στο πρόσωπό της, έδιωξε τα βρεγμένα της μαλλιά και άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε γύρω της φοβισμένη, έπλεξε τα χέρια της στο βρεγμένο της κορμί, και κατάλαβε οτι έτρεμε. Απο το κρύο απο το φόβο; Δεν ήξερε. "...εκείνη την γκαρσόνα που λες, είχα και θα έχω πολλές, μόνο για πήδημα είναι, τίποτα παραπάνω", τα λόγια του ήρθαν πάλι στο μυαλό της και το στομάχι της δεν άντεξε. Χολή ανέβηκε στο στόμα της και έγειρε στο πλαι να κάνει εμετό. Σπασμοί κατέκλυσαν το κορμί της, το στομάχι της δεν άντεχε, δεν μπορούσε να χωνέψει αυτά που άκουσε, πως θα μπορούσε το μυαλό της; Δάκρυα ανέβηκαν και πάλι στα μάτια της, λυγμοί την συντάραξαν. Ήταν ήδη βρεγμένη μέχρι το κόκαλο. Δεν είχε ιδέα ούτε που βρισκόταν, ούτε πόση ώρα περιπλανιόταν στην πρωτεύουσα. Κρύωνε πολύ, αλλά δεν έδειχνε να την νοιάζει, η καρδιά της αιμοραγούσε και η ψυχή της έκλαιγα βουβά. "Γιατί ρε Μάρκο; σ'αγάπησα γαμώτο, σ΄αγαπώ" ψιθύρισε συντετριμμένη. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, κάθισε στις υγρες πλάκες του πεζοδρομίου και αγκάλιασε τα γόνατά της. Έφερνε συνέχεια στο μυαλό της τα λόγια του Μάρκου. Τόσο έξω έπεσε; τέτοια προδοσία; Της κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά και το έστριψε πολλές φορές. Αιμοραγούσε μέσα της, πονούσε, υπέφερε. Κρύωνε τόσο πολύ, το λεπτό της μπουφάν δεν την προστάτευε καθόλου έτσι όπως ήταν μουσκεμένο έκανε την κατάσταση πιο δύσκολη. Δεν ήθελε να πάει σπίτι της, θα πήγαινε εκείνος εκεί για να την ψάξει, το πρώτο μέρος που θα πήγαινε θα ήταν εκείνο. Κουρασμένη τόσο σωματικά όσο και ψυχικά δεν είχε δυνάμεις να αναζητήσει καταφύγιο για εκείνο το βράδυ, έμεινε εκεί, μόνη, μέσα στην βροχή να γλύψει τις πληγές της.
"Ώπα, τί έχουμε εδώ;" άκουσε μια άγνωστη φωνή κοντά της και αναρίγησε. Σήκωσε το κεφάλι και είδε έναν άγνωστο να την κοιτά εξεταστικά. Κάτι δεν του άρεσε πάνω του, κάτι την τρόμαζε. Ο νεαρός κοίταξε αριστερά δεξιά του και την πλησίασε. "Θες να σε πάω κάπου;" την ρώτησε έχοντας κολλήσει το βλέμμα του πάνω της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και έσκυψε πάλι το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της. Δεπτερόλεπτα μετά ένιωσε δυο δυνατά χέρια να την αρπάζουν άγαρμπα και να την τραβάνε προς την άκρη του δρόμου. Άρχισε να φωνάζει, να προσπαθεί να του ξεφύγει, δεν τα κατάφερνε την είχε γραπώσει και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί. Δεν κρατούσε όμως εκείνη, την τσάντα της τραβούσε, προσπαθούσε να της την βγάλει απο πάνω της και δεν μπορούσε. Η λεπίδα του μαχαιριού που έβγαλε άστραψε στην νύχτα. "Μη" κατάφερε να ψελλίσει. "Πάρτην" του ξαναείπε φοβισμένη. Εκείνος με μια κίνηση έκοψε το λουρί της τσάντας και την κράτησε στα χέρια του. "Τώρα μιλάς μωρή βρώμα;" της είπε πλησιάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό της. Πισωπάτησε τρομοκρατημένη. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην βρεγμένη μπλούζα της, στο στήθος της που διαγράφονταν καθαρά. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι "όχι" κατάφερε να πει, πριν την πλησιάσει απειλητικά. Ακούστηκε ένα φρενάρισμα απο κάπου εκεί κοντά, μα σκοτείνιασε ο κόσμος της ξαφνικά, προσπάθησε να πιαστεί απο κάπου αλλά δεν τα κατάφερε. Σωριάστηκε στο έδαφος, άκουσε φωνές, βήματα, και ένα ζευγάρι μελί μάτια να την κοιτάνε ανήσυχα απο πάνω της. "Μ' ακούς;" την ρώτησαν αυτά τα μάτια. Δεν άκουγε όμως, τα αυτιά της σαν να μην ήθελαν να ακούσουν, τα μάτια της σαν να μην ήθελαν να δουν. Σκοτείνιασαν όλα, και έτσι απλά λιποθύμησε.
KAMU SEDANG MEMBACA
Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}
RomansaΜια μικρή περίληψη βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο...