"Το Σαβατοκύριακο θα έρθει η φίλη μου η Μυρτώ Αθήνα, γίνεται να μην δουλεύω Παρασκευή και Σάβατο;" ρώτησε τον Μάρκο καθώς έτρωγαν μεσημεριανό. Εκείνος σήκωσε τα μάτια απο το πιάτο του και την κοίταξε εξεταστικά. "Έχετε σχέδια;" της είπε και ήπιε μια γουλιά νερό. Η Άννα του έγνεψε καταφατικά και συνέχισε το φαγητό της. Εκείνος άφησε το πιρούνι κάτω και συνέχισε να την κοιτάζει έντονα "που θα πάτε δηλαδή, και ποιοί;". Η Άννα χαμογέλασε με την το αίσθημα ζήλιας που διέκρινε στην φωνή του Μάρκου. "Τρεις κοπέλες θα είμαστε βρε μωρό μου, και η μια είναι έγκυος!, θα πάμε καμιά βόλτα και μετά νωρίς στο σπιτάκι μας" του είπε και άπλωσε το χέρι της να τον χαιδέψει στο μάγουλο. Της έπιασε το χέρι και της φίλησε απαλά το εσωτερικό της παλάμης της. "Μιλησέ μου για τις φίλες σου, δεν ξέρω τίποτα γι' αυτές" της είπε σιγανά. Η Άννα πήρε βαθιά ανάσα και τον κοίταξε. "Και οι δύο είναι δασκάλες, η μια στην Κρήτη, η άλλη εδώ. Η Ειρήνη είναι έγκυος, ετοιμάζεται να παντρευτεί σύντομα, η Μυρτώ έχει περάσει πολλά αυτό το χρονο και έχει απομονωθεί στο χωριό της". Αναστέναξε βαθιά και συνέχισε "ελπίζω να τα βρει με τον Θάνο, γιατί αγαπιούνται και είναι κρίμα να χαθεί τέτοιος έρωτας" του είπε λυπημένη. Ο Μάρκος την άκουγε προσεκτικά, παρατηρώντας με προσοχή το πρόσωπό της, ακόμα και ο τρόπος που μιλούσε, το σχήμα που έπαιρναν τα χείλη της, τα λακάκια στα μάγουλά της, τον μάγευε. "Έχουμε καιρό να βρεθούμε, και αφού έρχεται η Μυρτώ, είναι ευκαιρία να βγούμε όλες μαζί" του είπε σχεδόν παρακαλώντας τον. Της κούνησε το κεφάλι καταφατικά "δεν χρειάζεται να έρθεις στο μαγαζί, να βγείτε να περάσετε καλά, να προσέχεις μόνο θέλω" της είπε και της χαμογέλασε αχνά.
"Η σειρά σου τώρα" του είπε ορεξάτη η Άννα. Εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά "η σειρά μου για πιο πράγμα" την ρώτησε και κάθισε δίπλα της στον καναπέ αγκαλιάζοντάς την. "Μίλησέ μου για σένα, για την οικογένεια σου, τόσο καιρό γνωριζόμαστε αλλά κατά βάθος τίποτα δεν ξέρω για σένα". Ο Μάρκος πάγωσε για μια στιγμή. Έπρεπε να περιμένει τέτοιου είδους ερωτήσεις, για το παρελθόν του, την οικογένεια του, για την ζωή του. Προσπάθησε να την αποθαρρύνει λέγοντας της, "δεν υπάρχει κάτι συγκλονιστικό στην ζωή μου Άννα". Σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρυσε το σκοτεινό δικό του. "Άλλους φίλους εκτός τον Αντώνη έχεις; Δεν έχω δει κάποιον άλλον" του είπε και πάλι. "Μόνο τον Αντώνη θεωρώ φίλο μου. Δεν εμπιστεύομαι εύκολα τους ανθρώπους" της είπε σιγανά. "Γιατί;" τον ρώτησε απαλά. Την έσφιξε περισσότερο την αγκαλιά του και της φίλησε τα μαλλιά. Τον ένιωσε να ανασηκώνει τους ώμους, αλλά δεν απάντησε. Η Άννα ήξερε οτι τραβούσε το σκοινί, αλλά ήθελε πραγματικά να μάθει περισσότερα πράγματα για τον άντρα που αγαπούσε. "Οι γονείς σου; Η οικογένεια σου;" τον ρώτησε και εκείνη την στιγμή ένιωσε και πάλι το σώμα του να παγώνει. Τον άκουσε που αναστέναξε αλλά δεν της μίλησε για λίγο.