"...σ' αγαπώ... μ' ακούς..." 16

5K 453 38
                                    



"Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους

Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί,μ'ακούς

...

Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς

Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, μ'ακούς"

Ο. Ε.

...


Όσες φορές κι αν πήγε στο σπίτι της δεν την βρήκε. Όσο κι αν χτύπησε, όσο κι αν φώναξε απάντηση δεν πήρε. Είχε περάσει πάνω απο μήνας και δεν είχε νέα της. Λες και είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί. Δεν μπορούσε να την βρει πουθενά, είχε φύγει απο την Αθήνα; Που μπορεί να έχει πάει; Του έλειπε φρικτά, του έλειπε κάθε λεπτό περισσότερο, το φλογερό της κορμί, η ζεστή της αγκαλιά, όμως παρόλαυτά η ζωή συνεχίζονταν. Το μαγαζί το άνοιξαν και πάλι, με καινούργιο προσωπικό, έκαναν κάποιες αλλαγές, προσπαθούσε όσο μπορούσε να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο. Τα νεύρα του όμως ήταν σε τεντωμένο σχοινί, ξεσπούσε σε όλους, φώναζε, έβριζε, δεν έβρισκε ησυχία πουθενά. Τα ξενύχτια είχαν γίνει δεύτερη φύση του, αμέσως μετά το κλείσιμο του μαγαζιού, σχεδόν ξημερώματα κάθε φορά, εκείνος έφευγε και πότε πήγαινε στην παραλία, εκεί που βρέθηκαν πρώτη φορά μαζί, πότε έβαζε αθλητικά και έτρεχε στους έρημους δρόμους της Αθήνας. Έτρεχε μέχρι να μην μπορεί να πάρει ανάσα, μέχρι να πνευμόνια του να είναι έτοιμα να εκραγούν. Ένιωθε ότι είχε τόση ενέργεια, τόσο θυμό μέσα του, που οπωσδήποτε έπρεπε κάπου να τον διοχετεύσει. Γύριζε κατάκοπος στο άδειο σπίτι του, έμπαινε για μπάνιο και αμέσως έπεφτε στο κρεββάτι. Και τότε έβρισκε ευκαιρία η μορφή της να εμφανιστεί και πάλι μπροστά του. Όμορφη, λαμπερή, και γλυκιά η δική του Άννα. Με τα μαύρα της μαλλιά να πέφτουν στο πρόσωπό της, με τα μεγάλα μάτια της να τον κοιτά ερωτευμένη. Την ένιωθε τόσο κοντά του, η θέρμη της τον έκαιγε, η ανάσα της τον χάϊδευε στο λαιμό. Νευρίαζε, θύμωνε, αγρίευε με τον εαυτό του, για το πόσο ευάλλωτος ήταν ακόμη εξαιτίας της, θύμωνε και με εκείνη, με το πόσο δειλή στάθηκε και χάθηκε έτσι απότομα απο την ζωή του. "Που είσαι Άννα... που στο διάβολο έχεις κρυφτεί μου λες;" αναρωτιόταν τα ατελείωτα βράδια της μοναξιάς του. Η φωτιά που σιγόκαιε μέσα του, φούντωνε, τον έκαιγε, έλιωνε τα σωθικά του, απο πόνο... από πόθο. Την ζητούσε το κορμί του, όλο του το είναι φώναζε το όνομά της. "Θα σε βρω Αννούλα.." σιγοψιθύριζε σχεδόν απειλητικά "θα σε βρω, όπου και να πας... εγώ θα σε βρω.." συνέχιζε προσπαθώντας να τιθασεύσει τις ορμές του γι' αυτήν την γυναίκα.

Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}Место, где живут истории. Откройте их для себя