Πέρασαν αρκετές εβδομάδες με τον Μάρκο και την Άννα να χαίρονται τον έρωτά τους σαν την πρώτη μέρα.Το ξημέρωμα τον έβρισκε στην αγκαλιά της, να κάνουν έρωτα, άλλοτε να κάνουν βόλτες στην παραλία κοιτάζοντας την ανατολή, να κοιμούνται και να ξυπνούν μαζί. Η Άννα ήταν ευτυχισμένη. Πραγματικά ευτυχισμένη, τόσο που φοβόταν οτι αυτό θα τελείωνε κάποια στιγμή. Την μάγευε η προσωπικότητά του, αυτή η αγριάδα που έβγαζε, της άρεσαν τα σημάδια του κορμιού του, αγαπούσε το χαμόγελό του, λάτρευε τα χέρια του. Μόνο κοντά του ένιωθε ασφάλεια, μόνο μαζί του μπορούσε να είναι ο εαυτός της. Και εκείνος έκανε τα πάντα για να την κάνει ευτυχισμένη, να την κάνει να γελάει σαν μικρό παιδί. Έβγαζε την εικόνα του ανθρώπου που δεν είχε αδυναμίες, σκληρός, χωρίς ευαισθησίες, κακό παιδί, όμως η Άννα καθημερινά διέκρινε σημάδια ενός ανθρώπου ευαίσθητου, πληγωμένου, με καλή καρδιά. Φαινόταν ερωτευμένος μαζί της, αν και ποτέ δεν της ξεστόμησε λόγια αγάπης. Τα περισσότερα ξημερώματα, τους έβρισκε αγκαλιά στο κρεβάτι της και ενώ ήταν ξύπνιοι ακόμη, βυθισμένοι στη σιωπή της νύχτας, η Άννα τον ρωτούσε ψιθυριστά "να σου πω κάτι;" και εκείνος μισό σοβαρά, μισό αστεία τις περισσότερες φορές 'όχι' της απαντούσε. Και η Άννα παρέμενε σιωπηλή, λέξη δεν του έλεγε. Βαθιά μέσα της όμως αράδιαζε όλα όσα ήθελε να ξέρει εκείνος και δεν τολμούσε να του πει. Πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο τον νοιαζόταν, πως δεν φανταζόταν την ζωή της μακριά του. 'Δεν θα βρω το κουράγιο να του τα πω ποτέ;' αναρωτιόταν στις σιωπές της νύχτας. Εαν καμιά φορά της έλεγε "πες μου", η Άννα σκαρφιζόταν μια χαζομάρα να του πει, δεν τολμούσε να του ανοίξει την καρδιά της. Ο φόβος φώλιαζε μέσα της για την αντίδρασή του. Ήξερε όμως κατά βάθος οτι ο Μάρκος μπορούσε εύκολα να μαντέψει τί έτρεχε στο μυαλό της, ήταν σχεδόν βέβαιη οτι γι' αυτό της έλεγε και 'όχι' εκείνες τις στιγμές.
Ο Μάρκος απο την άλλη πλευρά, πολεμούσε με τον εαυτό του καθημερινά, ένιωθε άσχημα που είχε σκέψεις μαύρες, τύψεις τον κατέτρωγανπου τολμούσε να κάνει όνειρα, γιατί ήξερε οτι αυτό δεν του άξιζε. Την κοιτούσε και έλιωνε, ερεθιζόταν και μόνο στην σκέψη του γυμνού κορμιού της, την φανταζόταν στην αγκαλιά του και μετρούσε τα λεπτά μέχρι να σχολάσουν απο το κλαμπ και να βρεθούν σπίτι της. Το πράσσινο των ματιών της τον μάγευε, τον ηρεμούσε, η κίνηση των χεριών της όταν τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του άρεσε, το κόκκινο χρώμα που είχαν τα μάγουλά της κάθε φορά που την πείραζε, η γαλήνη του προσώπου της την ώρα που κοιμόταν στην αγκαλιά του. Και ερχόταν αυτές οι μαύρες σκέψεις τις ώρες τις μοναξιάς του και τον έριχναν πίσω στο βούρκο και την αυτολύπηση. Στο μυαλό του καρφωνόταν εικόνες απο την μάνα του να κλαίει, τον πατέρα του να λυγίζει στα χέρια συγγενών. Ούτε να την αποχαιρετήσει την αδερφή του δεν κατάφερε. Δεν είχε τα κότσια να εμφανιστεί μπροστά τους, σαν τον κλέφτη παρακολούθησε τα πάντα απο μακριά. Όταν δυστυχώς πήγε σπίτι του λίγες μέρες μετά, οι κατάρες της μάνας του, του πήραν μακριά και την τελευταία ανάσα ζωής που είχε απομείνει μέσα του. Και να, που σε λίγες μέρες πλησίαζε η μαύρη εκείνη μέρα που έχασε την αδερφή του, η μέρα που σκοτείνιασαν όλα στην ζωή του και πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια που παραμένουν έτσι. Μια ανάσα στην ζωή του ήταν η Άννα, μια ανάσα που έδωσε νόημα στα σκοτάδια του, λόγο να ξυπνάει το πρωινά. Ήταν βέβαιος οτι τον αγαπούσε, αλλά φοβόταν να το ακούσει, φοβόταν να την αφήσει να το πει. Κάτι δεν τον άφηνε να το χαρεί, κάτι τον τραβούσε πίσω και γι αυτό το λόγο είχε αρχίσει να υψώνει τείχη γύρω του, να προσταυτεύσει εκείνη απο τον ίδιο του τον εαυτό.
YOU ARE READING
Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}
RomanceΜια μικρή περίληψη βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο...