"...Σε περιμένω...μη ρωτάς γιατί..." 21

4.9K 462 34
                                    

Η Άννα πηγαινοερχόταν στον διάδρομο κρατώντας νευρικά στα χέρια την τσάντα της. Γιατροί έμπαιναν και έβγαιναν απο το δωμάτιο του Μάρκου, αλλά κανένας δεν την ενημέρωνε για το τι ακριβώς του έκαναν. "Άννα!" άκουσε την βροντερή φωνή του Αντώνη απο μακριά. Έτρεξε καταπάνω του αφήνοντας τα δάκριά της να τρέξουν επιτέλους ελεύθερα "το ήξερα, το ήξερα παιδί μου οτι θα τα καταφέρεις!" της είπε φανερά συγκινημένος κλείνοντας την μέσα στην αγκαλιά του. "Άνοιξε τα μάτια του... με κοίταξε Αντώνη... μου μίλησε!" του έλεγε ανάμεσα στα αναφιλητά της. Την φίλησε τρυφερά στο κεφάλι, "Σσσςς ηρέμησε κορίτσι μου, ηρέμησε.." την απομάκρυνε απο κοντά του και κοίταξε προς το δωμάτιο του Μάρκου "ποιος είναι μέσα;". Η Άννα ακολούθησε το βλέμμα του "γιατροί, νοσοκόμες.." του απάντησε σκουπίζοντας τα μάτια της. "Μπορούμε να τον δούμε;" την ρώτησε ξαφνικά και η Άννα τον κοίταξε τρομοκρατημένη, "δεν μπορούμε, όχι, με έβγαλαν έξω πριν" βιάστηκε να προσθέσει. Ο Αντώνης έγνεψε καταφατικά, την πήρε απο το χέρι και πήγαν να καθίσουν στις καρέκλες της αίθουσας αναμονής. "Σου μίλησε;" την ρώτησε σιγανά βάζοντας τα χέρια του στους ώμους της. "Ναι" του απάντησε σιγανά σαν ψίθυρος ακούστηκε. "Να ρωτήσω τί σου είπε;" έκανε διστακτικά και πάλι εκείνος. Η Άννα έμεινε για λίγα δεπτερόλεπτα σιωπηλή, προσπαθούσε να θυμηθεί, δεν μπορούσε, την φωνή του την είχε στο μυαλό της μέσα, βαθιά, λίγο βραχνή, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Γύρισε το κεφάλι της προς τον Αντώνη "δεν θυμάμαι..." του είπε με φωνή που πρόδιδε την λύπη της. Της χαμογέλασε γλυκά "δεν πειράζει Άννα μου, δεν πειράζει.. φτάνει που ξύπνησε, θα μας τα πει όλα απο κοντά.." της είπε σιγανά. Δεν ξέρουν πόση ώρα βρισκόταν εκεί, οι γιατροί ακόμα έκαναν διάφορες εξετάσεις στον Μάρκο και δεν μπορούσαν να ενημερώσουν πότε θα τελείωναν. Η Άννα είχε σχεδόν αποκοιμηθεί στο κάθισμά της, και ο Αντώνης την ακούμπησε απαλά στον ώμο, "Άννα, να πας να ξεκουραστείς, ήρθες απο την δουλειά εδώ κατευθείαν, έχει ξημερώσει εδώ και ώρα, άντε να ξεκουραστείς" της είπε τρυφερά. Άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε κουρασμένα, ήθελε να φύγει, ναι, να πάει σπιτι της να προσπαθήσει να ξεμπερδέψει το κουβάρι μέσα στο μυαλό της. Έγνεψε καταφατικά "έλα πάλι όταν θα είσαι έτοιμη.." της είπε χαμογελώντας αχνά. Κατευθύνθηκε προς τα ασανσερ και χάθηκε πίσω απο τις πόρτες τους.


Ο Αντώνης άνοιξε προσεκτικά την πόρτα του Μάρκου, αφού πρώτα μίλησε με τους γιατρούς σχετικά με την πορεία της υγείας του. Μπήκε μέσα και τον είδε να κάθεται στο κρεβάτι. "Επ, σαν πολύ δεν βιάζεσαι εσύ;" τον ρώτησε χαμογελώντας πλατιά. "Με τρόμαξες παλιόπαιδο, τρόμαξες το γέρο σου πολύ, μην το ξανακάνεις αυτό" του είπε κρατώντας τον σφιχτά στην αγκαλιά του. Το βλέμμα του Μάρκου γύρισε και πάλι προς την πόρτα. "Που είναι; Η Άννα;" ρώτησε με μάτια γεμάτα αγωνία. "Χαλάρωσε λίγο, την έστειλα σπίτι, να ξεκουραστεί, θα έρθει πάλι" του απάντησε βλέποντας την απογοήτευσή του. Ο Αντώνης κάθισε στην καρέκλα απέναντι απο τον Μάρκο και ανάσανε βαριά. "Μίλησα με τους γιατρούς σου. Τυχερό σε αποκαλούν... την γλίτωσες στο παρά πέντε, το ξέρεις έτσι;". Ο Μάρκος έγειρε και πάλι στο κρεβάτι και ένευσε καταφατικά. "Μου τα είπαν" απάντησε μουτρωμένος. "Δεν ήθελα να φύγει" είπε κοφτά κοιτώντας και πάλι την πόρτα "έπρεπε να είναι εδώ.." συμπλήρωσε. Ο φίλος του γέλασε "ξεκόλλα Μάρκο. Έπαθε σοκ, άστην να ηρεμήσει, έτσι που ήταν δεν μπορούσες να κάνεις κουβέντα μαζί της...Το θέμα μας δεν είναι η Άννα αυτη τη στιγμή Μάρκο, άλλο μας καίει..." του είπε σοβαρά. Ο Μάρκος του έριξε μια ματιά και πρόσθεσε "για μένα αυτή τη στιγμή Αντώνη, είναι η Άννα το θέμα μου" είπε κοφτά. Ο Αντώνης ξεφύσηξε δυνατά "σύνελθε, και δες τι μπορούμε να κάνουμε...όποιος το έκανε μπορεί να το ξανακάνει, και ίσως την επόμενη φορά να μην είσαι τόσο τυχερός Μάρκο... το κατάλαβες; Πρέπει να τα βρούμε τα καθίκια!" ύψωσε τον τόνο της φωνής του. Ο Μάρκος έκλεισε τα μάτια και έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του, ο πόνος στο χέρι του ήταν διαπεραστικός, η επέμβαση είχε πετύχει, το σπάσιμο είχε διορθωθεί και το κόκκαλο είχε σχεδόν δέσει. Ο πόνος όμως απο τις απότομες κινήσεις θα τον ταλαιπωρούσαν για καιρό. "Μάρκο..." ακούστηκε σιγανά η φωνή του Αντώνη "θέλω να μου πεις αν θυμάσαι κάτι... οτιδήποτε...εγώ όταν έφτασα ήταν αργά, σε είχαν αφήσει...". Το βλέμμα του Μάρκου στάθηκε στο παράθυρο, στο κενό, έκλεισε τα μάτια αλλά τίποτα δεν ήρθε στο μυαλό του, η μνήμη του τα είχε διαγράψει όλα. Κούνησε το κεφάλι αριστερά δεξιά "τίποτα, το μαύρο κενό.." του είπε απογοητευμένος. Ο Αντώνης σηκώθηκε απο το κάθισμα και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι του, "ο γιατρός είπε οτι πρέπει να ήταν πάνω απο δύο με τρία άτομα, και κρατούσαν σίδερα, σου λέει κάτι αυτό;" τον ρώτησε και πάλι. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι για μια ακόμα φορά. "μια φωνή ακούω μόνο στο μυαλό μου να μου μιλάει για ένα όνομα που πρέπει να θυμάμαι, αλλά τίποτα περισσότερο" του είπε "ούτε καν αυτό το όνομα..." συμπλήρωσε ξερά. Ο Αντώνης προχώρησε μέχρι το παράθυρο "Θα καλέσω τον Θεολόγου, να έρθει απο δω το απόγευμα". Ο Μάρκος σήκωσε το βλέμμα του "τον Χάρη; Να πούμε τι; σου είπα δεν θυμάμαι τίποτα" τον ρώτησε. Ο Αντώνης γύρισε "πρέπει να καταθέσουμε μήνυση, έτσι θα το αφήσεις να περάσει; Κάτι πρέπει να γίνει, να καταγραφεί το γεγονός και βλέπουμε..." του είπε εκνευρισμένος. Τον κοίταξε με ύφος περίεργο "τι τρέχει Αντώνη; για να καλείς τον Θεολόγου υποψιάζεσαι τον Ιωάννου; Γιατί ο Χάρης ασχολείτε μ' αυτόν τα τελευταία χρόνια". Ο φίλος του δεν απάντησε, συνέχισε να κοιτάει το κενό απο το παράθυρο σφίγγοντας τις γροθιές του μέχρι που άσπρισαν. Η ένταση αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη απο τον Μάρκο "Αντώνη, ηρέμησε, είμαι καλά..". Το ύφος του φίλου του που γύρισε απότομα τον σόκαρε "κόντεψαν να σε σκοτώσουν ρε μαλάκα, κόντεψαν να σε αφήσουν στο τόπο τα σκυλιά και μου λες να ηρεμήσω; Θα το πληρώσει με το αίμα του όποιος το έκανε, απο μένα τον ίδιο!" του είπε έντονα. Ο Μάρκος κούνησε αριστερά δεξιά το κεφάλι, "το μόνο που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή είναι η Άννα, τίποτα άλλο, μόνο εκείνη χρειάζομαι..." είπε σιγανά ακουμπώντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι κλείνοντας τα μάτια του. "Πως είναι;" τον ρώτησε χαμηλόφωνα κρατώντας τα ακόμα κλειστά. Το ύφος του Αντώνη μαλάκωσε "καλά είναι ρε ρεμάλι, την έχεις καταστρέψει την κοπέλα!" του είπε γελώντας. Ο Μάρκος τον κοίταξε περίεργα, "σ' αγαπάει, αλλά σε φοβάται, θέλει να σε μισεί αλλά δεν της βγαίνει, και ότι είπες εκείνο τον βραδύ στον Ιωάννου, τα έχει πιστέψει, όλα!" του είπε με ύφος προειδοποιητικό. Ο Αντώνης προχώρησε μέχρι την καρέκλα και κάθισε πάλι κοντά του "ότι αποφασίσεις να κάνεις με την Άννα, δεν θα είσαι βιαστικός, θα αντιδράσει εαν την πιέσεις, κατάλαβες; Γιαυτό κράτα το πουλί μέσα στο πατελόνι σου και κοίτα να την πλησιάσεις σαν φίλος, να ξανακερδίσεις την εμπιστοσύνη της, αλλιώς χαιρέτα την!" του είπε αλλά τους διέκοψε η πόρτα που άνοιξε απότομα. "Αααα κύριε Ανδρέου είπαμε ξεκούραση και εσείς βλέπω έχετε πιάσει κουβέντα με τον κύριο απο δω!" είπε η νοσηλεύτρια κοιτώντας τον Αντώνη σαν ξερολούκουμο. Ο Μάρκος γούρλωσε τα μάτια και κόντεψε να του πεταχτούν έξω όταν κατάλαβε οτι η νοσοκόμα φλέρταρε ασύστολα τον Αντώνη. Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει ζεστά λέγοντας του "απο δω η Νεκταρία, Μάρκο, βοήθησε πολύ την Αννούλα μας τα βράδια που ερχόταν εδώ". Της ένευσε ευγενικά και έκλεισε τα μάτια μην μπορώντας να αντέξει την ξαφνική έξαρση φλέρτ μέσα στο μουντό δωμάτιο του νοσκομείου.

Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}Where stories live. Discover now