Προχώρησαν για λίγο με τα πόδια χωρίς να μιλάνε. Την κρατούσε σφιχτά απο το χέρι και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο του Μάρκου. Το άγγιγμά του την μεθούσε, την ζάλιζε αλλά προσπαθούσε να συγκρατηθεί όσο μπορούσε. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν στο μαύρο AUDI και της άνοιξε την πόρτα. Περίμενε να μπει και την έκλεισε πίσω του. Η Άννα φόρεσε την ζώνη της αργά και μαζεύτηκε όσο μπορούσε στο κάθισμά της. Δεν ήξερε γιατί έτρεμε, τον φοβόταν; Θα μπορούσε να της κάνει κακό; δεν τον ήξερε αυτόν τον αντρα κι όμως τον ακολούθησε και μπήκε στο αυτοκίνητό του με τόση ευκολία. Ο Μάρκος πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε αόριστα τον χώρο πίσω του, έκανε τον γύρο του αυτοκινήτου βιαστικά και κάθισε πίσω απο το τιμόνι. Γύρισε το κεφάλι του προς την μεριά της. Την κοίταξε με μάτια που πετούσαν φωτιές. Γύρισε το βλέμμα του μπροστά και έκλεισε για λίγο τα μάτια. Τα έτριψε δυνατά και ξεκίνησε το αμάξι. Οδηγούσε ήδη ένα τέταρτο, και πλέον η Άννα δεν αναγνώριζε τους δρόμους γύρω της. “Δεν είναι απο δω το σπίτι μου” του είπε σιγανά. Ο Μάρκος δεν της έριξε ούτε μια ματιά παρά μόνο απάντησε απότομα “ξέρω που είναι το σπίτι σου Άννα”. Στο άκουσμα του ονόματος της ανατρίχιασε. Πανικός την κυρίευσε “που πάμε τότε;" ξαναρώτησε αγχωμένη. Ο Μάρκος ένιωσε τον φόβο στην φωνή της. Γύρισε το βλέμμα του και το κόλλησε στο δικό της. “Βόλτα” της αποκρίθηκε και προσηλώθηκε και πάλι στην οδήγησή του.
Λίγη ώρα μετά πάρκαραν κοντά σε μια παραλία. Πρώτος βγήκε ο Μάρκος. Πήγε προς την πλευρά της και της άνοιξε την πόρτα. Άπλωσε το χέρι του και της είπε απαλά “έλα”. Η Άννα τον κοίταξε διστακτικά. “Δεν δαγκώνω Άννα” της είπε χαμογελώντας αχνά. Έπιασε το χέρι του και βγήκε απο το αμάξι. Περπάτησαν αργά στην άμμο και χάζεψαν την ανατολή του ηλίου. Κουβέντα δεν αντάλλαξαν καθώς περπατούσαν. Ο Μάρκος ήταν χαμένος στις σκέψεις του και η Άννα δεν ήθελε να τον ενοχλήσει. Σταμάτησε κοντά σε κάτι βράχια και την παρέσυρε εκεί. Κάθισαν δίπλα δίπλα και την κοίταξε έντονα. “Πες μου για σένα” της είπε ήρεμα. Η Άννα μόνο αυτή την ερώτηση δεν περίμενε. “Γιατί με έφερες εδω;” τον ρώτησε αντί να του απαντήσει αυτό που ήθελε. Τράβηξε το βλέμμα του προς την θάλασσα και της είπε σιγανά “δεν ξέρω”. “Θέλω να φύγω” είπε απότομα η Άννα. Εκείνος γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε με βλέμμα φουρτουνιασμένο. Έσκυψε απότομα προς το μέρος της, έβαλε το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες του και την φίλησε άγρια. Τα χείλη του πίεζαν τα δικά της, η γλώσσα του έψαξε την δική της. Ένα βογγητό έφυγε απο τα βάθος του λαιμού του, βάθυνε περισσότερο το φιλί του και το χέρι του πήγε στην πλάτη της και την έσπρωξε πιο κοντά του. Δεν αντιστάθηκε η Άννα, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Η λογική της έλεγε όχι, αλλά το κορμί της την πρόδιδε χωρίς ντροπή. Θα την έκανε δική του εκείνη την στιγμή, χάθηκε στο φιλί της αλλά δεν είχε χορτάσει την πείνα του, ήθελε περισσότερα. Ξαφνικά ο Μάρκος διέκοψε το φιλί τους. Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της και ανάσανε βαριά. Είχε κλειστά τα μάτια του και το πρόσωπό του είχε μια έκφραση πόνου. Εκείνη δεν τόλμησε να μιλήσει, δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. “Γαμώτο” τον άκουσε να ψιθυρίζει. Την άφησε και σηκώθηκε απότομα. Την κοίταξε και το βλέμμα του την τρόμαξε. Σκοτεινό και άγριο την κοιτούσε θυμωμένα. “Πάμε” της είπε ξερά και προχώρησε μπροστά με μεγάλα βήματα χωρίς να την περιμένει. Τα χείλη της έκαιγαν ακόμα απο το άγριο φιλί του, το στόμα της είχε ακόμα την γεύση του. “Τι στο καλό..” είπε σιγανά η Άννα και τον ακολούθησε μπερδεμένη.
![](https://img.wattpad.com/cover/35278097-288-k756305.jpg)