"...Μαύρο σκοτάδι γύρω μου,
Τα μάτια σου φωτίζουν
στο δρόμο σου να περπατώ
και εσένα να αγγίζω..."
Πόνος και σκοτάδι. Αυτές οι δύο λέξεις περιέγραφαν την κατάστασή του. Πονούσε το κορμί του απο την έλλειψή της, η ψυχή του αιμοραγούσε ασταμάτητα. Άνοιγε τα μάτια του και παντού επικρατούσε σκοτάδι, ενα βαθύ μαυρο χρώμα είχε καλύψει την ζωή του, έκλεινε τα μάτια του και εμφανίζοταν η μορφή της. Τον είχε στοιχειώσει. Αυτή ήταν η τιμωρία του; Να την ονειρεύεται αλλά να μην την έχει; Πως θα μπορούσε να ζήσει με αυτό; Καθισμένος στο πάτωμα του σπιτιού του έπινε όσο αλκοόλ μπορούσε να αντέξει για να ξεχάσει. Για να βγάλει απο το μυαλό του τα κλαμμένα μάτια της Άννας. Εαν μπορούσε να ξεριζώσει την καρδιά του θα το έκανε εκείνη τη στιγμή. Να μην πονάει, να μην νιώθει, να μην αισθάνεται. Έπινε μήπως και καταφέρει να μουδιάσει ο πόνος που είχε φωλιάσει μέσα του, μήπως και καταφέρει να ζαλιστεί τόσο, όσο χρειάζεται για την ξεχάσει. Έβριζε θεούς και δαίμονες. Έβριζε τον εαυτό του, έβριζε εκείνη που τον κατέστρεψε για πάντα. Τα μάτια του έτρεχαν, αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου. Για άλλη μια φορά γινόταν το χαμένο κορμί που πάντα ήταν. Για άλλη μια φορά κατέστρεφε έναν δικό του άνθρωπο. "Τι στο διάολο γίνεται με μένα, γιατί να είμαι τόσο μαλάκας" μονολόγησε σχεδόν απελπισμένος. Μια εβδομάδα είχε περάσει απο την στιγμή που έφυγε απο το σπίτι της και δεν την είχε συναντήσει ξανά. Ο φόβος του είχε γίνει πραγματικότητα. Στο μαγαζί δεν ξαναήρθε. Δεν επικοινώνησε καθόλου μαζί της, όσες φορές έπιασε το τηλέφωνο για να την καλέσει το άφηνε κάτω νικημένος. Τι να της έλεγε; Με ποιο δικαίωμα να την ρωτούσε; Σαν αφεντικό της; θα ήταν γελοίο. Δύο βράδια έμεινε μέσα στο αμάξι κάτω απο το διαμέρισμά της. Κάπνιζε, έπινε, περίμενε... Τι περίμενε; Ούτε και εκείνος ήξερε. Να την δει; να της ρίξει μια ματιά; Να πάρει δύναμη μόνο με ένα βλέμμα της; Η Άννα δεν βγήκε καθόλου. Δεν την είδε ούτε ένα λεπτό. Έφυγε άπραγος, νικημένος για άλλη μια φορά.
Τρεις μέρες μετά την απουσία της, μπούκαρε στο γραφείο του αφηνιασμένος ο Αντώνης. "Τι στο διάολο της έκανες ρε ρεμάλι; Σου είπα να την προσέχεις και 'συ την αποτελείωσες;" του φώναζε οργισμένος με πρόσωπο κατακκόκινο. Πρώτη φορά τον είδε τόσο έξαλλο, η οργή του να ξεχειλίζει. Παρόλαυτά ο Μάρκος παρέμεινε καθιστός στο γραφείο του με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Δεν τον πείραξαν οι βρισιές απο τα χείλη του φίλου του, αλλά το γεγονός οτι είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα την Άννα. "Γιατί ρε μαλάκα; Γιατί της το έκανες αυτό; Να την προστατεύσεις ήθελες ή να την αποτελειώσεις; Λιγότερο κακό θα της έκανε ο Ιωάννου ρε μαλάκα! Πέρασα απο το σπίτι της, την είδα!". Μια σπίθα ζήλιας άναψε στα μάτια του. Πήγε αυτός απο το σπίτι της να την παρηγορήσει, να της μιλήσει... "Είναι κομμάτια Μάρκο! Σκιά του εαυτού της. Γιατί ρε γαμώτο; Γιατί;" τον ρώτησε έξαλλος καθώς τον κοιτούσε με μάτια που πετούσαν φωτιές. Ο Μάρκος σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση πετώντας κάτω το κάθισμά του, και τον κοίταξε με μάτια θολά, μάτια σαν αγριεμένη θάλασσα, "Γιατί είμαι χωμένος στα σκατά Αντώνη, γιατί οι δαίμονες δεν μ΄αφήνουν σε ησυχία κάθε βράδυ, γιατί δεν είμαι ικανός να κάνω κάποιον ευτυχισμένο, δεν μου αξίζει!!" ούρλιαξε μέχρι που οι φλέβες του πετάχτηκαν απο το λαιμό του. Πέρασε τα χέρια μέσα απο τα μαλλιά του, και έκλεισε τα μάτια για να μην δει ο φίλος του τον πόνο μέσα τους. Ένας λιγμός ξέφυγε απο τα χείλη του και νευριασμένος με τον εαυτό του που 'έσπασε' έτσι αναζήτησε το μπουκάλι με το ουίσκι. Το άρπαξε απότομα πάνω απο το γραφείο και το έφερε στα χείλη του. Έπινε μέχρι που άρχισε να τρέχει αλκοόλ στο λαιμό του, πάνω στα ρούχα του. Ο Αντώνης τον πλησίασε βιαστικά και άρπαξε το μπουκάλι απο τα χέρια του πετώντας το μακριά. Το μπουκάλι έσπασε και το σκούρο υγρό απλώθηκε στο πάτωμα. "Και έτσι νομίζεις θα ξεχάσεις; Έτσι θα λυτρωθείς; Με το ποτό;" του φώναξε προσπαθώντας να τον συνεφέρει "άσε τα σκατά Μάρκο, όλα στο μυαλό σου είναι, άνοιξε επιτέλους τα μάτια σου και αγάπησε τον εαυτό σου, δως του μια ευκαιρία γαμώτο!" συνέχισε αναστατωμένος. "Σ'αγαπάει, υποφέρει όπως και εσύ, τι καταφέρνεις έτσι;" είπε μαλακώνοντας λίγο τον τόνο του. Ο Μάρκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του "σου είπα, ο Ιωάννου έμαθε για εκείνη, απείλησε οτι θα της τα ξεράσει όλα εαν δεν συνεργαστώ μαζί του" του είπε σιγανά πλησιάζοντας σκυφτός την τζαμαρία. "Είναι καλύτερα έτσι Αντώνη, πιο ασφαλής θα είναι μακριά μου, δεν μπορώ να αφήσω το δικό μου παρελθόν να την καταστρέψει" είπε πιο ήρεμα κλείνοντας και πάλι τα μάτια του. Ο Αντώνης πήρε βαθιά ανάσα και κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι "σαν γιο μου σε είχα μέχρι τώρα Μάρκο, αλλά θα σου πω οτι μεγαλύτερο μαλάκα δεν έχω γνωρίσει απο σένα, πίστεψες οτι εαν η Αννα μάθει για τις μαλακίες που έκανες μικρός θα σε παρατούσε; κατέστρεψες οτι πιο όμορφο σου είχε τύχει ποτέ, βγάλτα πέρα μόνος σου μ' αυτό το μπλέξιμο, εκείνη άστην απέξω, μην την πλησιάσεις ξανά" του είπε και βγήκε αθόρυβα έξω. Η κραυγή του ακούστηκε μέχρι έξω, έχασε την γυναίκα της ζωής του και ένα αληθινό φίλο μέσα σε λίγες μέρες. "Σκατά, σκατά" φώναξε δυνατά και κατέρευσε στο άδειο πια γραφείο του.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}
RomanceΜια μικρή περίληψη βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο...