Η μητέρα της Σορέλι ήξερε μία μαία στο Ωμπερβιλιέ. Μας έκλεισε δύο θέσεις στην πρώτη άμαξα της ημέρας που φεύγει από το Παρίσι με κατεύθυνση τη γειτονική πόλη και έδωσε στη Σοφία τη διεύθυνση της γυναίκας.
Τα πάντα από τον μουντό και παγωμένο καιρό του χειμώνα, μέχρι τη μυρωδιά του μπράντι και μιας βαριάς κολόνιας έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου.
«Περιμένεις παιδί, κόρη μου. Και για να έρχεσαι από την πρωτεύουσα σε εμένα, λογικά αυτό το παιδί θα σου φέρει μπελάδες.»
Η γριά μαία έλεγε αυτά τα λόγια ενώ έπλενε τα χέρια της. Αφού ίσιωσε την ποδιά και το μαντήλι που είχε δεμένη την αλογοουρά της, ήρθε κοντά μου.
«Είσαι δεν είσαι δύο μηνών. Αν θες να στο πάρω, πρέπει να το κάνω νωρίς.»
Ανακάθισα στα λόγια της. Δεν είπα όσα βροντοφώναζα στο κεφάλι μου. Ότι όχι, αυτό είναι το παιδί μου, ότι αυτό είναι το παιδί του Ερίκ. Την κοίταξα ήρεμα και έγνεψα αρνητικά το κεφάλι. Η γυναίκα ήπιε μια γουλιά από το τσάι της και πρόσθεσε στο ρόφημα δύο σταγόνες μπράντι.
«Όπως θες κόρη μου. Αλλά να ξέρεις» Χάιδεψε τα μαλλιά μου και άφησε το χέρι της στον ώμο μου «Άπαξ και γεννήσεις και δεις ότι οι μπελάδες πάνε να σου κάνουν κακό, μην το σκεφτείς δεύτερη φορά, Να ξέρεις ποιες οικογένειες είναι άτεκνες και άστο το μωρό στην πρώτη πόρτα άκληρων που θα βρεις. Ναι, το ξέρω ότι ακούγεται φρικτό...» συμπλήρωσε μόλις είδε το έντρομο βλέμμα μου, «αλλά ακόμα πιο φρικτό είναι να βρεθείς εσύ σφαγμένη και το παιδί στο άσυλο. Με αυτό που σου λέω τουλάχιστον, θα γλιτώσετε και οι δύο.» Είπε και γέμισε το άδειο πια φλιτζάνι με μπράντι.
Πλήρωσα τη μαία και τα λόγια της ήταν στο μυαλό μου. Ήταν της μοίρας να τα ξεχάσω για λίγο καιρό. Ήταν της μοίρας να τα θυμηθώ κάποια χρόνια αργότερα και έκτοτε, δεν τα ξέχασα ποτέ ξανά.
« Παρίσι, 3 Δεκεμβρίου 1840
Αγαπητέ μου Ζοζέφ,
σας γράφω θέλοντας να ξέρετε ότι είμαι καλά και αυτό επιθυμώ και για εσάς. Ο καιρός στο Παρίσι είναι βροχερός τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά όπως η πείρα σας γνωρίζει καλύτερα, αυτό είναι κάτι συνηθισμένο για την πόλη. Είναι ευτυχές γεγονός ότι η στάθμη του Σηκουάνα δεν φαίνεται απειλητική.
Σας ζητώ να με συγχωρέσετε για την ενόχληση που η επιστολή μου, πιθανόν, να σας προξενήσει. Κάτι απρόσμενο και εξαιρετικά δυσάρεστο, έχει προκύψει στη μητέρα της τέως συμμαθήτριας και επιστήθιας φίλης μου, Σοφίας Σορέλι. Μην έχοντας κάποιο άλλο στήριγμα, τη παρούσα χρονική περίοδο, καθώς η πρεσβύτερη κυρία Σορέλι είναι χήρα, η κόρη της ζήτησε μέσω εμού, τη βοήθεια σας.
YOU ARE READING
Προσωπείο
Historical FictionΌλοι έχουμε διαβάσει ή παρακολουθήσει κάποια διασκευή ή την ίδια την ιστορία του Φαντάσματος της Όπερας. Αυτή εδώ η ιστορία μιλάει για ένα ερωτευμένο φάντασμα, ικανό να κάνει τα πάντα για να προστατέψει τον έρωτα του. Αλλά και την μοναδική οικογένει...