5

56 6 8
                                    

Το καλοκαίρι του 1841 έφτασε και μαζί με αυτό έφτασαν και οι τελικές εξετάσεις. Ένιωθα τύψεις που δεν είχα χρόνο για να επισκέπτομαι τον Ερίκ και ανησυχούσα για την τροφοδοσία του αλλά μετά από τόσο καιρό είχε μάθει όλα τα κατατόπια καλύτερα και από το χέρι του. Τις λίγες φορές που κατέβηκα στις στοές του κτιρίου εκείνο το διάστημα, αδημονούσα να τον δω και έβλεπα τη ευχάριστη έκπληξη στο πρόσωπο του.

Αρχές Ιουνίου του ανακοίνωσα ότι θα περάσω τις διακοπές μου στη Λυών, μαζί με τη μητέρα μου και η Πηνελόπη.Δυστυχώς από όσο ήξερα εκεί θα ήταν και η Καρλόττα. Για καλή μου τύχη, λίγες εβδομάδες μετά θα ταξίδευε και η Σορέλι με τον ίδιο προορισμό. Ο πατέρας μου θα ερχόταν και αυτός στην καλοκαιρινή του άδεια αλλά όπως είχα μάθει, υπήρχε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, εκτός εργασίας, το οποίο έπρεπε να επιλυθεί γρήγορα.

Το αγόρι σκοτείνιασε στο άκουσμα των νέων. Ένιωθα τη ατμόσφαιρα βαριά και το καλοκαιρινό μπουρίνι που είχε πιάσει από το απόγευμα δεν βοηθούσε την κατάσταση. Καθόταν στη συνηθισμένη του στάση, με τα γόνατα του αγκαλιά και εγώ, καθισμένη δίπλα του, παρατηρούσα τα θλιμμένα μάτια που κοιτούσαν το πάτωμα.

Ήρθα πιο κοντά του και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του. Ένιωσα να πλαγιάζει το κεφάλι του, σαν τα μαλλιά του να χάιδευαν τα δικά μου.

«Τι θα άλλαζες από εκείνη την ημέρα;»

«Τι; Τι εννοείς;»

Η βροχή δυνάμωνε, ένιωσα χοντρές σταγόνες να ξεφεύγουν από το μικρό παράθυρο και να πέφτουν στο χέρι μου. Τα δάκτυλα του Ερίκ αναπαύονταν διστακτικά δίπλα στα δικά μου περιμένοντας της διευκρίνιση της ερώτησης μου.

«Την ημέρα που ήρθαμε με τους συμμαθητές μου στο τσίρκο. Όταν σταθήκαμε μπροστά από το κλουβί και ο γέρος που ποτέ δεν μου είπες το όνομα του και ούτε θες να το ξεστομίσεις, ζητούσε τα φλουριά για να φανερώσει το πρόσωπο σου.»

Ένιωσε το χέρι του να μαζεύεται,το κεφάλι του να ισιώνει. Μάντεψα το σφίξιμο στο σώμα και ειδικά στο στομάχι του.

«Με συγχωρείς Ερίκ.» Σώπασα και περίμενα την απάντηση του καρτερικά με το πρόσωπο μου να αλλοιώνεται από ένα μικρό κύμα φόβου.

«Τίποτα, Αντουανέτ. Τι θα μπορούσα να αλλάξω; Τι θα άλλαζε κανείς από την καλύτερη μέρα της ζωής του;»

«Είναι γλυκιά η ελευθερία, καλέ μου. Έστω και αυτή που υπάρχει τώρα, αυτόν τον καιρό, αυτή την στιγμή. Σωστά;»

Γύρισε το πρόσωπο του, που μόνο με εμένα ένιωθε άνετα να το δω ακάλυπτο και έπαιξε με τις τούφες των μαλλιών όπως έπεφταν άτσαλα στο μέτωπο μου. «Και ο έρωτας, αγάπη μου. Το καλύτερο μέλι του κόσμου δεν φτάνει τη γλύκα που αφήνει στα χείλη ενός άντρα το φιλί της αγαπημένης του» είπε ενώ πέρασε μια μπούκλα των ξανθών σαν στάχυ μαλλιών μου στα δάκτυλα του.

«Εγώ καλέ μου, θα έλεγα ότι τίποτα δεν φτάνει τη ζέστη που νιώθει μια γυναίκα, όταν ο αγαπημένος της χαϊδεύει τα μαλλιά της.»

Μου χαμογέλασε και με φίλησε στο μέτωπο. «Να προσέχεις Αντουανέτ. Και να γυρίσεις πίσω με ωραίες αναμνήσεις, περιμένω να τις ακούσω όλες όταν σε ξαναδώ.»

Μετά από δύο μέρες,εγώ και η οικογένεια μου εκτός του πατέρα μου, αναχωρήσαμε για τη Λυών. Λίγο καιρό μετά, ο πατέρας μου κατέφθασε με παρέα.

Και τότε ήταν που πληροφορήθηκα έντρομη ότι δεν πρόκειται να επιστρέψω στην Όπερα.

ΠροσωπείοWhere stories live. Discover now