Τρέχαμε για πολύ ώρα, μέχρι που κοντοσταθήκαμε έξω από την πύλη της Όπερας για να πάρουμε ανάσα. Ο όχλος έχασε τα ίχνη μας, και το παιδί φορούσε ακόμα τον φρικτό σάκο στο κεφάλι του.
Ήταν και αυτό λαχανιασμένο και μπορούσα να καταλάβει ότι μέσα από τα σκισίματα του σάκου, κοιτούσε το πρόσωπο μου.
Φοβισμένη καθώς ήμουν αλλά με μια φλόγα από την ένταση αναμένη μέσα μου, το οδήγησα σε μια υπόγεια πόρτα, από την οποία περνούσαν ένα ήπιο ρυάκι από τα βρομόνερα του δρόμου και λίγα ποντίκια. «Έλα μαζί μου, θα είσαι ασφαλής τώρα.» Του είπα. Τότε δεν ήξερα καν το όνομα του Το μόνο που γνώριζα, ήταν ΄τι είχε βασανιστεί, ένας θεός ξέρει για πόσο καιρό, ότι ήταν παραμορφωμένος και ότι είχε διαπράξει φόνο.
Η πόρτα είχε χαλασμένη κλειδαριά, το ήξερα καλά καθώς από εκεί περνούσαμε οι μαθητές μέσα στους κοιτώνες μετά από εσπερινή έξοδο, δηλαδή όσοι είχαν φτάσει καθυστερημένα στην σχολή της Όπερας και οι πύλες είχαν κλείσει ,αλλά ήταν αρκετά τυχεροί και προλάβαιναν να ανέβουν στα κρεβάτια τους πριν περάσουν οι επιθεωρήτριες.
Τον οδήγησα πιο βαθειά στο κτήριο, ανάμεσα σε μουχλιασμένους τοίχους, μέχρι που φτάσαμε στο πιο υπόγειο μέρος της όπερας, εκεί που πλέον θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα θεμέλια του κτηρίου, συναντούσαν τον υπόνομο.
Αφού μπορούσαμε πια, κάτσαμε λίγο για να πάρουμε δύο ανάσες, το μυαλό μου ακόμα βούιζε από το σοκ των γεγονότων στα οποία ήταν μάρτυρας. Ζήτησα ευγενικά από το αγόρι να βγάλει τον σάκο από το κεφάλι του και όταν αυτό έδειξε να διστάζει. Του δήλωσα ότι δεν με τρομάζει τίποτα πάνω του. Μισή αλήθεια, το αγόρι προ ολίγου είχε σκοτώσει άνθρωπο, αν ο αποθανών εθεωρείτο κάτι τέτοιο, η μισή ψυχή μου τον έτρεμε και η άλλη μισή ένιωθε μια συμπόνια για τον ίδιο που η κακομεταχείριση όπλισε το χέρι του ενάντια στον βασανιστή του.
Έβγαλε το κάλυμμα του, αλλά δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. «Με λένε Ερίκ. Εσένα;» είπε μόνο.
«Αντουανέτ» Του απάντησα χαμογελώντας. «Δεν έχω πολύ χρόνο για να μείνω μαζί σου, πρέπει να ανέβω στους κοιτώνες. Εσύ θα μείνεις εδώ εντάξει Ερίκ; Να, πάρε και αυτό για να φας» είπα και του έδωσα μια σακούλα με καραμελωμένα ζαχαρωτά που είχα πάνω μου από το τσίρκο.»Δυστυχώς δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω, για την ώρα. Αλλά θα έρθω αύριο να σου φέρω λίγο βουτυρωμένο ψωμί.»
Το παιδί όρμησε στα ζαχαρωτά λες και είχε να φάει μέρες. ΟΙ έκπληκτες εκφράσεις του μαρτυρούσαν ότι δεν είχε φάει ξανά κάτι τόσο νόστιμο στη ζωή του. Με μια ματιά λύπης, τον καληνύχτισα και αφού του τόνισα να μείνει εδώ, του είπα ότι θα έρθω αύριο να τον δω.
YOU ARE READING
Προσωπείο
Historical FictionΌλοι έχουμε διαβάσει ή παρακολουθήσει κάποια διασκευή ή την ίδια την ιστορία του Φαντάσματος της Όπερας. Αυτή εδώ η ιστορία μιλάει για ένα ερωτευμένο φάντασμα, ικανό να κάνει τα πάντα για να προστατέψει τον έρωτα του. Αλλά και την μοναδική οικογένει...