13

26 4 64
                                    

Ήταν όμορφα αυτά τα χρόνια. Άφησα το σπίτι στο κέντρο του Παρισιού και νοικιάσαμε με τον Ερίκ ένα σπίτι στα προάστια. Δεν με ήξερε κανείς και οι γείτονες ήξεραν ότι είμαι παντρεμένη και όχι χήρα.

Έβλεπαν τον Ερίκ να έρχεται κάθε βράδυ από την όπερα, όπου έγραφε τις συνθέσεις του. Κάποιες νύχτες αργούσε πολύ,οι συζητήσεις με τον διευθυντή της όπερας έπαιρναν ώρες.

Να είναι καλά η Σορέλι που τον έπεισε να δείξει τη δουλειά του.

Ο διευθυντής έμεινε ευχαριστημένος από τα πρώτα κομμάτια και τον πλήρωσε με 500 φράγκα και 10% από τα έσοδα.

Μέσα σε μια εβδομάδα, τα κομμάτια για πιάνο και τσέλο είχαν μαζέψει περισσότερο κόσμο και από ότι το μέλι μαζεύει μέλισσες.

Το πρώτο κομμάτι του Ερίκ του απέδωσε συνολικά 2.500 φράγκα τα οποία ήρθε και μου τα έδωσε στα χέρια, για "να φροντίσω το σπίτι και την οικογένειά μας".

Ο διευθυντής αγόρασε τη δεύτερη σύνθεση, μια οπερέτα, με 2.000 φράγκα και 20% επί των εσόδων.

Δεν είχα δικαίωμα σύνταξης χηρείας επειδή μέχρι να πεθάνει ο Ζιρύ, δεν του είχα δώσει απόγονο και για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα που δεν θα χρειαζόταν να πάρω λεφτά από τον θάνατο του. Αλλά τα χρήματα της προίκας μου είχαν αρχίσει να στερεύουν.

Ο Ερίκ ανέλαβε να δώσει τα πάντα σε εμένα και στη Μεγκ και όντως, το έκανε και με το παραπάνω.

Κάθε βράδυ κατά τις οχτώ επέστρεφε από την όπερα. Εκεί που κάποτε ήταν η κρυψώνα του, τώρα καθόταν με τις ώρες και σύνθετε μουσικές για πιάνο και έγχορδα, οπερέτες και όπερες.
Εκείνη την ώρα είχα τελειώσει το μπάνιο της Μεγκ και την ετοίμαζα για ύπνο.
Πάντα έμπαινε φορώντας τη μαύρη δερμάτινη μάσκα στο μισό του προσώπου του και την έβγαζε με το που έκλεινε η πόρτα. Μου έδινε ένα φιλί και έπαιρνε τη Μεγκ στην αγκαλιά του.

Από όταν χρόνισε η Μεγκ μόλις έβλεπε τον Ερίκ , το σπίτι γέμιζε από το "μπαμπά μπαμπά" και τα γέλια της στα χέρια του.

Τον έβλεπα, χαμογελαστό και κουρασμένο να παίζει μαζί της. Σχεδόν κάθε μέρα της έφερνε από ένα καινούργιο κουκλάκι και ήταν η μία από τις δύο βασικές μας διαφωνίες, καθώς δεν ήθελα να την κακομάθει.

Θυμάμαι μια μέρα της έφερε το μουσικό κουτί με το μαϊμούδακι που χτυπούσε τα πιατίνια και είχε επιδιορθώσει μόνος του στο υπόγειο της όπερας.

Η δεύτερη βασική μας διαφωνία ήταν η πιθανότητα να έπιανα κάποια δουλειά.
Δυστυχώς το όνειρο της μπαλαρίνας είχε χαθεί, ίσως σε κάποια χρόνια και με εξετάσεις να μπορούσα να γίνω εκπαιδεύτρια. Τώρα σκεφτόμουν ότι ήθελα να συμβάλλω στο σπίτι.

"Αγάπη μου, αυτή τη στιγμή έχουμε ότι χρειαζόμαστε." Μου έλεγε ενώ κούρδιζε το μαϊμούδακι για τη Μεγκ.
"Τώρα ξεκινήσαμε την οικογένεια μας, ας έρθουν τα παιδιά μας,όσα είναι ακόμα να έρθουν και μετά μπορεί να επιστρέψεις στην όπερα σαν καθηγήτρια."
Δεν του απαντούσα παρά καθόμουν σκεπτική.
"Ίσως έχεις δίκιο." Του έλεγα εν τέλει.

Τον θυμάμαι να πηγαίνει τη Μεγκ στην κούνια, έπαιρνε μια καρέκλα, την έβαζε εκεί κοντά και καθόταν να κουνάει την κούνια μέχρι να κοιμηθεί το μωρό. Εφόσον την έβλεπε λίγη ώρα μέσα στην ημέρα, ήθελε να την κοιμίζει, σε μια προσπάθεια να χορτάσει τη όψη της.
Ο Ερίκ κουνούσε την κούνια και κοιτούσε την κόρη του με όλη τη γλύκα του κόσμου.

Σύντομα θα παντρευόμασταν, θα έπαιρνα το όνομα που είχε ο Ερίκ στο βιβλιάριο από το ορφανοτροφείο, "Ντεμπισί", ένα από τα ονόματα που έδιναν τυχαία στα ορφανά για ένα έχουν μια ταυτότητα στον κόσμο.
Θα υιοθετούσε τη Μεγκ για να φαίνεται και στα χαρτιά κόρη του. Τι ειρωνία που έπρεπε να την υιοθετήσει για να φανεί παιδί του το αίμα του!

Και σύντομα θα ερχόταν άλλο ένα παιδί, άλλη μια κόρη.
Θα την περιμέναμε με χαρά και ανυπομονησία.
Γιατί το καταστροφικό αλλά και το παρήγορο σε αυτόν τον κόσμο είναι ότι δεν γνωρίζεις το μέλλον.

Και αυτό ίσως να είναι μεγάλη ευλογία. Αν όχι, τότε είναι τεράστια κατάρα.

Μικρό κεφάλαιο μεν, αλλά χαίρομαι πολύ που κατάφερα να γράψω ξανά τόσο σύντομα!! Καλό βράδυ παιδιά 🥰🥰

ΠροσωπείοWhere stories live. Discover now