Κεφάλαιο 10

116 9 0
                                    

Ο Ορέστης επέστρεψε νωρίτερα από ότι τον περίμενε η Θάλεια. Ευτυχώς που είχε προλάβει να μαζέψει το σπίτι και να πετάξει τα άδεια μπουκάλια από κρασί. Ειδάλλως ήταν ικανός να βάλει λουκέτο στο ψυγείο προκειμένου να μην πιει ξανά σταγόνα αλκοόλ.
Το αμάξι του μπήκε με φόρα στην αυλή κι εκείνος βγήκε σχεδόν τρέχοντας από μέσα. Η Θάλεια τον περιμένει στη βεράντα με τα χέρια σταυρωμένα και ένα αχνό χαμόγελο.
- Μωρό μου, της φωνάζει Χαρούμενα και την Σηκώνει στην αγκαλιά του. Εκείνη τσιρίζει σαστισμένη από την κίνηση του και τον αγκαλιάζει από τους ώμους για να μην πέσει.
- Μου έλειψες τόσο πολύ. Λέει μόλις την ακουμπά πάλι στο έδαφος και φίλα τα χείλη της. Η Θάλεια γελάει αμήχανα και δένει το κορδόνι της ρομπας της. Τότε τα μάτια της συναντούν αυτά του Άγγελου. Στέκεται στην αυλή και ποτίζει τάχα το γκαζόν. Την αργιοκοιτάζει και τα μάγουλα της Θάλειας κοκκινίζουν.
Βιαστικά στρέφεται πάλι στον Ορέστη προτού την πάρει είδηση και του λέει,
- Και εμένα μου έλειψες. Ο Ορέστης την τραβάει πάνω του και φιλάει το λαιμό της. Τα χέρια του μπαίνουν κάτω από το νυχτικό της και πιέζουν τους γοφούς της.
Η Θάλεια κοιτάζει ξανά τον Άγγελο που της κουνάει το κεφάλι αρνητικά ενώ έχει γουρλώσει τα μάτια του. Τότε εμφανίζεται η Κάτια και τον αγκαλιάζει από πίσω. Ξαφνικά η έκφραση του παγώνει και η Θάλεια χαμηλώνει το βλέμμα της.
- Πάμε μέσα, λέει στο αφτί της ο Ορέστης και ρίχνει την τιράντα στο ώμο της. Η Θάλεια κοιτάζει ξανά προς την δίπλα αυλή και βλέπει την Κάτια να φιλάει τα χείλη του Άγγελου. Οι παλμοί της ανεβαίνουν και ένα τσίμπημα ζήλιας την φουντώνει. Ο Άγγελος την απομακρύνει διακριτικά και την αγκαλιάζει για να μπορεί να κοιτάξει την Θάλεια. Εκείνη Τότε του χαμογελάει λοξά και με σηκωμένο το ένα της φρύδι τυλίγει τα πόδια της γύρω από την μέση του Ορέστη.
- Πάμε.

Μόλις μπαίνουν στο σπίτι η Θάλεια κατεβαίνει από πάνω του και τον φιλάει απαλά στο μάγουλο.
- Καφέ; Τον ρωτάει καθώς φεύγει από δίπλα του αφήνοντάς τον μουδιασμένο. Μόλις συνέρχεται τρέχει από πίσω της και καλύπτει το στήθος με τις παλάμες του.
-Ποιον Καφέ μωρό μου; Πάμε στο δωμάτιο μας. Της ζητάει για δεύτερη φορά μα εκείνη δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον.
- Άσε να πιούμε ένα καφέ και μετά, χαμογελάει όσο πιο πειστικά μπορεί και ο Ορέστης ξεφυσάει. Τότε χτυπάει η πόρτα και το ζευγάρι ανταλλάζει ένα βλέμμα απορίας. Ο Ορέστης πηγαίνει προς την πόρτα και ανοίγει.
-Άγγελε; Καλημέρα. Λέει ο Ορέστης και η Θάλεια πιάνεται από τον πάγκο και γουρλώνει τα μάτια της.
- Συγνώμη για την ενόχληση αλλά θέλω μια τεράστια χάρη. Ακούει την φωνή του μα δεν μπορεί να τον δει πίσω από την πόρτα. Ο Ορέστης του κάνει νόημα και τότε ο Άγγελος μπαίνει στο σαλόνι. Τα μάτια τους συναντιούνται αμέσως και η Θάλεια γυρίζει την πλάτη για να γεμίσει μια κούπα με καφέ.
- Θα μπορούσες να πετάξεις την γυναίκα μου στο διπλανό χωριό; Έχω ένα θέμα με το αυτοκίνητο και δυστυχώς δεν μπορεί να ακυρωθεί το ραντεβού της. Ο Ορέστης γελάει.
- Αυτό ήταν όλο; Φυσικά. Του λέει και τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Ο Άγγελος παριστάνει τον ανακουφισμένο.
- Με έσωσες πραγματικά. Ξέρεις τώρα τις γυναίκες. Αν δεν γίνει το δικό τους, λέει και η Θάλεια κοπανάει την κανάτα στον πάγκο.
- Καφεδάκι; γυρίζει προς το μέρος του και ο Άγγελος της κάνει ένα θετικό νεύμα. Ο Ορέστης λέει πως δεν θα αργήσει. Φιλάει τη Θάλεια στο στόμα και βγαίνει από το σπίτι.
Μόλις η πόρτα κλείνει πίσω του ο Άγγελος αρπάζει την Θάλεια από το μπράτσο και την κολλάει πάνω του.
-Πες μου ότι δεν έκανες κάτι μαζί του. Της λέει και εκείνη χαμογελάει πονηρά.
- Δεν χάλασε το αμάξι σου έτσι; Τον ρωτάει.
- Πες μου! Απαιτεί εκείνος. Η Θάλεια απομακρύνετε και κάθεται σε ένα σκαμπό.
- Όχι, του λέει και σταυρώνει τα πόδια της. Ο Άγγελος κοιτάζει την κίνηση της και δαγκώνει το κάτω χείλος του. Πλησιάζει προς το μέρος της και αγγίζει το γυμνό της πόδι.
- Που έχει να πάει η γυναίκα σου; Τον ρωτάει τονίζοντας την ιδιότητα της. Εκείνος σχηματίζει με τα δάχτυλά του το περίγραμμα των χειλιών της.
- Δεν το εννοούσα έτσι. Δικαιολογεί τον εαυτό του και αναζητάει τα μάτια της. Εκείνη κουνάει το κεφάλι της.
- Πήγε για νυφικό έτσι; Ο Άγγελος ξεφυσάει και ακουμπά το μέτωπό του πάνω στο δικό της.
- Άνοιξε τα πόδια σου, της ψιθυρίζει ενω ακουμπά τα γόνατά της. Η Θάλεια ανοίγει τη ζώνη του και τεντώνει τόσο τα πόδια της που οριακά κάνει σπαγκατο.
- Ο καλός σύζυγος στέλνει τη γυναίκα του για πρόβα νυφικού με σκοπό να πηδήξει τη γειτόνισσα. Ο Άγγελος πιάνει το πρόσωπο της στα χέρια του.
- Μη μιλάς έτσι. Της λέει και η Θάλεια βάζει το χέρι της μέσα στο μποξεράκι του.
- Αυτή δεν είναι η αλήθεια; Ο Άγγελος μουγκριζει καθώς το χέρι της κινείται.
- Μόνο αυτό υπάρχει για εμάς Άγγελε. Σεξ στα κρυφά και μυστικά που δεν λέγονται. Ο Άγγελος την αρπάζει από την μέση και την οδηγεί όρθια στον τοίχο.
- Δεν είναι έτσι γαμώτο. Όχι με εμάς. Λέει και μπαίνει μέσα της κάνοντας την να φωνάξει.
- Άγγελε! Λέει και το σώμα της τρέμει από ηδονή. Τα χέρια του πιέζουν το στήθος της ,η ανάσα του καεί πάνω στο λαιμό της.
- Μόνο εσένα αγαπώ Θάλεια. Λέει και για μια στιγμή σταματάει.
- Γύρνα προς εμένα. Της λέει και εκείνη υπακούει.
- Απόδειξέ το, του ζητάει και εκείνος μπαίνει πάλι μέσα της. Το ένα του χέρι κρατάει το πόδι της ψηλά ενώ τα μάτια του είναι κολλημένα στο πρόσωπο της που συσπάται από την κορύφωση.
Το αμάξι του Ορέστη μπαίνει στην αυλή, η Θάλεια το αναγνωρίζει από τον ήχο.
- Ήρθε ο Ορέστης. Του λέει ενώ προσπαθεί να τον σπρώξει από πάνω της.
- Πες μου ότι μ' αγαπάς ακόμα. Λέει ο Άγγελος λαχανιασμένος μέσα της.
- Βγες Άγγελε θα μας καταλάβει.
- Πες το, υψωνει την φωνή του με το μέτωπό του κολλημένο στο δικό της και με έναν τρελό ρυθμό που την κανει να τελειώσει για δεύτερη φορά.
Ο Ορέστης πλησιάζει στην πόρτα.
- Δεν σταμάτησα ποτέ να σ' αγαπώ γαμώτο. Ποτέ. Λέει και αισθάνεται την κορύφωση του μέσα της.
Ο Ορέστης βάζει το κλειδί στη πόρτα και ο Άγγελος τρέχει να καθίσει στο σκαμπό.
- Παντρεύεσαι; Ρωτάει ο Ορέστης τον Άγγελο μόλις μπαίνει μέσα.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Место, где живут истории. Откройте их для себя