Όταν κοίταξε το κινητό της το επόμενο απόγευμα, είχε τουλάχιστον είκοσι κλήσεις και άλλα τόσα μηνύματα από τον Ορέστη.
Ο οργανισμός της ήταν ακομα εξαντλημένος παρόλο που είχε κοιμηθεί αρκετές ώρες.
Γέμισε μια κούπα καφέ μέχρι επάνω και κάθισε στο καναπέ με το σώμα της να πονάει παντού. Τι διάολο της είχε δωσει ο Τζίμης;
Όταν έπιασε το κινητό στα χέρια της εκείνο ξεκίνησε να χτυπάει. Ο ήχος την έκανε να μορφάσει και να πιέσει τους κροτάφους της. Το όνομα του Ορέστη που εμφανίστηκε στην οθόνη την τύφλωσε και βιαστικά απάντησε.
- Για όνομα του Θεού Θάλεια! Της φωνάζει κι εκείνη απομακρύνει το ακουστικό από το αφτί της.
- Σε ψάχνω όλη μέρα. Γιατί δεν απαντάς; Ρωτάει φανερά θυμωμένος.
- Κοιμόμουν. Απαντάει ξερά εκείνη και ξαπλώνει στο καναπέ.
- Με κοροϊδεύεις; Κοντεύει οχτώ το βράδυ. Ουρλιάζει.
- Τι θες ρε Ορέστη; Δεν έχω δικαίωμα να κοιμηθώ όσο γουστάρω; Του φωνάζει κι εκείνη μα ο πονοκέφαλος την κάνει να χαμηλώσει αμέσως τον τόνο της.
- Είμαι στο δρόμο Θάλεια. Παράτησα τη δουλειά μου στη μέση γιατί νόμιζα πως κάτι έπαθες. Εκείνη χτυπάει το χέρι της στο μέτωπο της και στριφογυρίζει στον καναπέ.
- Κλείσε και θα τα πούμε από κοντά. Της λέει απότομα και η Θάλεια πετάει το κινητό της στο χαμηλό τραπέζι.
Σε λιγότερη από μισή ώρα ο Ορέστης μπαίνει στο σπίτι με το πρόσωπό του να προδίδει την οργή του. Πετάει τον σάκο του στο πάτωμα. Τα μάτια του πηγαίνουν αμέσως στο άδειο μπουκάλι με κρασί που βρίσκεται πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Στον ακατάστατο χώρο, στο κορμί της που είναι ακόμα ξαπλωμενο στον καναπέ και δεν έχει κουράγιο ούτε το κεφάλι της να γυρίσει για να τον δει.
Με δύο μεγάλα βήματα πηγαίνει στην κουζίνα και αρπάζει το άδειο μπουκάλι. Πηγαίνει απειλητικά προς το μέρος της και το κουνάει με νεύρο μπροστά στο πρόσωπο της.
- Για αυτό δεν ξυπνούσες Θάλεια; Εκείνη δεν τον κοιτάζει καν.
- Καλά, πόσο ανεύθυνα φέρεσαι; Περιμένεις να φύγω για να πιεις και μάλιστα ολόκληρο μπουκάλι κρασί; Συνεχίζει να της φωνάζει και εκείνη σηκώνεται κουρασμένα.
- Ορέστη έχω πονοκέφαλο, σε παρακαλώ ηρέμησε. Του λέει και σέρνει τα πόδια της μέχρι την κουζίνα. Εκείνος την ακολουθεί με το βλέμμα του. Η Θάλεια γεμίζει ένα ποτήρι νερό και το πίνει διψασμένη.
- Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει; Την ρωτάει πιο ήρεμα εκείνη την φορά και κάθεται απέναντι της στην κουζίνα.
- Σου είπα πως έχω πονοκέφαλο. Του απαντάει αδιάφορα και τρίβει τα μάτια της. Ο Ορέστης χτυπάει με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι και εκείνη τραντάζεται από τον φόβο της.
- Για πόσο θα με κοροϊδεύεις μέσα στα μούτρα μου γαμώτο; Κάτι έχει συμβεί. Το ξέρω, το βλέπω. Η Θάλεια παίρνει μια βαθιά ανάσα και στηρίζεται στον πάγκο.
- Έχεις αλλάξει Θάλεια. Έχω να σε δω να γελάς, δεν θυμάμαι κι εγώ από ποτέ. Ξεκίνησες τα φάρμακα, δεν θέλεις να κάνουμε έρωτα, μου κρύβεις πράγματα, κλαις, πίνεις. Γιατί; Έχω κάνει κάτι λάθος; Εγώ σε έφερα σε αυτή την κατάσταση; Τα μάτια του βουρκώνουν και το σαγόνι του σφίγγεται. Η Θάλεια ξεροκαταπίνει. Υποφέρει που τον βλέπει έτσι. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος του και αγκαλιάζει τα χέρια του.
- Είναι μια φάση Ορέστη, θα περάσει. Του λέει καθησυχαστικά και χαμογελάει αχνά.
- Υπεκφεύγεις πάλι. Της λέει απότομα και απομακρύνετε από το χάδι της. Σηκώνεται από την θέση του και περνάει νευρικά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του.
- Με κάνεις να αισθάνομαι σαν βλάκας. Λέει και η Θάλεια δαγκώνει τα χείλια της.
- Έχεις άλλον; Την ρωτάει και η Θάλεια κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Ο Ορέστης πηγαίνει απότομα κοντά της και χτυπάει ξανά τα χέρια του στο τραπέζι.
- Έχεις αλλον; Απάντησε μου με λόγια. Φωνάζει και εκείνη κλαίει.
- Όχι. Ψιθυρίζει και σταυρώνει τα χέρια της σε θέση άμυνας. Εκείνος μένει για λίγο σιωπηλός και την κοιτάζει σαν να προσπαθεί να διαβάσει τα μάτια της.
Τότε ο ήχος ενός μηνύματος στο κινητό της Θάλειας σπάει τη σιωπή. Ο Ορέστης τρέχει στο σαλόνι και το αρπάζει στα χέρια του. Η Θάλεια τον ακολουθεί και προσπαθεί να του το πάρει.
- Τι κάνεις; Φερ' το μου εδώ. Του φωνάζει ένα παλεύει μαζί του. Ο Ορέστης ανοίγει το μήνυμα και το διαβάζει φωναχτά.
《 Κανονικά δεν πρέπει να σου στείλω μετά τα χθεσινά όμως δεν σε είδα σήμερα και ανησυχώ. Είσαι εντάξει; Άγγελος》 Στο όνομα η φωνή του χαμηλώνει και το προφέρει αργά. Η Θάλεια κρατάει την ανάσα της και βλέπει τα γκρίζα μάτια του να την κοιτάζουν γουρλωμένα.
- Μη βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Του λέει και σηκώνει τα χέρια της μπροστά από το σώμα της. Αν ο θυμός του ήταν φωτιά θα την είχε κάνει στάχτη.
Ο Ορέστης πετάει το κινητό στο πάτωμα και την αρπάζει από τα μπράτσα.
- Πηδιέσαι με αυτόν; Η φωνή του είναι ψιθυριστή και την ανατριχιάζει. Τα μάτια του γυαλίζουν περίεργα ενώ τα δάχτυλά του την σφίγγουν τόσο που είναι σίγουρη πως θα της αφήσουν μελανιές.
- Όχι Ορέστη. Άκουσε με. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του αρνητικά και την σπρώχνει στην άκρη. Βγαίνει τρέχοντας από το σπίτι και η Θάλεια φωνάζει το όνομά του. Τον ακολουθεί μα είναι πιο γρήγορος από εκείνη.
Μπαίνουν και οι δυο τρέχοντας στην δίπλα αυλή με τον Ορέστη να χτυπάει λυσσασμένα την πόρτα.
- Ορέστη παραλογίζεσαι, πάμε σπίτι μας και θα σου εξηγήσω. Τον ικετεύει η Θάλεια κρεμασμένη πάνω του. Ο Ορέστης την σπρώχνει θυμωμένα και τότε την πόρτα ανοίγει ο Άγγελος.
- Άγγελε, τον κοιτάζει με κόκκινα από το κλάμα μάτια η Θάλεια κι εκείνος σμίγει τα φρύδια του. Ο Ορέστης τον χτυπάει γροθιά στο σαγόνι και ο Άγγελος παραπατάει ζαλισμένος. Η Θάλεια τσιρίζει και προσπαθεί να συγκρατήσει τον Ορέστη. Τότε εμφανίζεται η Κάτια και γουρλώνει τα μάτια τρομαγμένη.
- Χριστέ μου. Άγγελε; Λέει και και τον κρατάει από το μπράτσο.
- Δεν ντρέπεσαι ρε μαλακα να μου το παίζεις φίλος; Ουρλιάζει ο Ορέστης και ο Άγγελος γυρίζει προς το μέρος του με τέτοιο βλέμμα που η Θάλεια τρομάζει.
- Ορέστη τι συμβαίνει; Ρωτάει η Κάτια φουντωμένη.
- Έχει συμβεί μια τεράστια παρεξήγηση. Επεμβαίνει η Θάλεια κρατώντας ακόμα τον Ορέστη για να μην ορμίξει ξανά.
- Αν έχεις λίγη τσίπα πάνω σου πες μου την αλήθεια. Φωνάζει ο Ορέστης και σπρώχνει τη Θάλεια.
- Πήγες μαζί της; Λέει και την δείχνει με το δάχτυλο. Ο Άγγελος ισιώνει το κορμί του και κοιτάζει με σφιγμένο σαγόνι την Θάλεια. Εκείνη έχει γουρλώσει τα μάτια της και του κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
- Ναι. Απαντάει ξερά ο Άγγελος και στρέφει το βλέμμα του στον Ορέστη.
- Τι πράγμα; Τσιρίζει η Κάτια και καλύπτει το ανοιχτό της στόμα με το χέρι της. Η Θάλεια κλαίει με λυγμούς και ο Ορέστης ορμάει ξανά στον Άγγελο.
- Θα σε σκοτώσω ρε. Τον αρπάζει από το γιακά μα ο Άγγελος δεν αντιδράει καθόλου. Κάθεται ανέκφραστος προκαλώντας μεγαλύτερη οργή στον Ορέστη.
- Άφησε τον. Φωνάζει η Θάλεια και προσπαθεί να μπει ανάμεσα τους ενώ η Κάτια έχει μείνει μουδιασμένη στην θέση της. Λες και ο κόσμος σταμάτησε γύρω της.
- Δεν σου φτάνει μια γυναίκα; Έπρεπε να πάρεις και τη δική μου; Τον χτυπάει στο στόμα και τα χείλη του ματώνουν. Ο Άγγελος μορφάζει πονεμένα μα συνεχίζει να μην αμύνεται.
- Φτάνει Ορέστη. Τον σπρώχνει η Θάλεια και τότε εκείνος γυρίζει και την χαστουκίζει.
- Εσύ σκάσε. Της Ουρλιάζει και η Θάλεια πιάνει το κατακόκκινο μάγουλο της. Τότε ο Άγγελος τον πιάνει από τον λαιμό και τον χτυπάει με λύσσα στο πρόσωπο.
- Έτσι και σηκώσεις ξανά χέρι πάνω της ορκίζομαι πως θα σε θάψω εδώ που είσαι. Η Κάτια επιτέλους αντιδράει και προσπαθεί να απομακρύνει τον Άγγελο πάνω από το σώμα του Ορέστη.
- Φτάνει πια. Φωνάζει και επιτέλους η κατάσταση δείχνει να ηρεμεί. Ο Άγγελος κάνει ένα βήμα πίσω και ο Ορέστης σηκώνεται όρθιος σκουπίζοντας τα αίματα από το πρόσωπό του.
- Τι είναι όλα αυτά Άγγελε; Θάλεια; Ρωτάει με μια ψυχραιμία που δεν αρμόζει στην στιγμή. Η Θάλεια χαμηλώνει το βλέμμα της ενώ ο Άγγελος δεν παίρνει τα μάτια του από το χτυπημένο μάγουλο της.
- Συγνώμη Κάτια. Ειλικρινά δεν βρίσκω κάτι άλλο να πω. Ψιθυρίζει η Θάλεια και ο Ορέστης γελάει με ειρωνεία. Ο Άγγελος γυρίζει προς το μέρος του αγριεμένος μα δεν κάνει καμία κίνηση.
- Συγνώμη που πήγες με τον άντρα μου; Την ρωτάει με ειρωνεία και σταυρώνει τα χέρια της.
- Άγγελε; Όταν γυρίζει να τον κοιτάξει είναι η μοναδική φορά που η Κάτια φαίνεται να λυγίζει. Εκείνος την κοιτάζει ανέκφραστος.
- Λυπάμαι Κάτια αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Της λέει και εκείνη γελάει με πίκρα.
-Ποια αλήθεια; Μου έκανες πρόταση γάμου, σχεδιάσαμε το μέλλον μας.
- Μόνη σου έκανες όνειρα Κάτια. Εγώ δεν ήθελα ούτε να σε παντρευτώ ούτε να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου. Η αλήθεια του την σκοτώνει.
- Και είπες να γαμήσεις την Θάλεια για να πάρει νόημα η ζωή σου. Σχολιάζει πικρόχολα ο Ορέστης. Ο Άγγελος σφίγγει τις γροθιές του και γυρίζει να τον κοιτάξει.
- Αν αυτό θέλεις να πιστεύεις. Τα μάτια του Ορέστη αγριεύουν ξανά. Πλησιάζει αργά προς το μέρος του και σφίγγει τα δόντια του.
- Πήγες με την γυναίκα μου. Έκλεισες το σπίτι μου και έχεις το θράσος να με κοιτάζεις στα μάτια; Του λέει θυμωμένος.
- Με τον Άγγελο ήμασταν ζευγάρι πριν επτά χρόνια. Ήταν μαζί μου στο τροχαίο. Αυτός οδηγούσε. Λέει η Θάλεια και ο Ορέστης με την Κάτια γυρίζουν προς το μέρος της με γουρλωμένα μάτια.
VOUS LISEZ
Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)
Roman pour Adolescents- Πρέπει να πας στο νοσοκομείο. Μπορεί να χρειαστεί ράμματα. Της λέει και το καλύπτει ξανά με την πετσέτα. Η Θάλεια ακούει την φωνή του κι ο πόνος της μεγαλώνει. Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει απαλά το μάγουλο του. Στην αφή τους ο Άγγελος κλείνει...