Κεφάλαιο 9

125 9 0
                                    

  Τα δάκρυα θολώνουν την όραση της όμως αρνείται να επιβραδύνει το βήμα της. Είχε πέσει ήδη πολύ χαμηλά με την συμπεριφορά της. Δεν αντέχει μια δεύτερη ήττα με το να γυρίσει και να κοιτάξει ξανά τον Άγγελο. Ήταν πια ξεκάθαρο πως εκείνος την είχε βγάλει από τη ζωή του για τα καλά.
《Θέλω να την παντρευτώ, θέλω να την παντρευτώ.》Τα λόγια του ηχούσαν εκκωφαντικά στο κεφάλι της. Κάθισε στον καναπέ και έκλεισε με τα χέρια της τα αφτιά της• λες κι έτσι η μνήμη της θα ξεχνούσε. Ξάπλωσε στο πλάι κι ύστερα κουλουριάστηκε σαν έμβρυο. Πως είχε αλλάξει έτσι η ζωή της;
  Έτρεξε στο ψυγείο και άνοιξε ένα δεύτερο κρασί. Έπρεπε να ξεχάσει, να πάψει να νιώθει. Αναζητούσε απεγνωσμένα την κενή ψυχή της. Αυτή που κάποτε δεν ενδιαφερόταν για κανέναν, ούτε καν για την ίδια.
  Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τιναχτεί από την θέση της και να κρύψει το μπουκάλι στο ψυγείο. Κοίταξε βιαστικά γύρω της το χώρο μα δεν προλάβαινε να μαζέψει. Αν είχε επιστρέψει ο Ορέστης; Όχι, όχι εκείνος έχει  κλειδιά, δεν θα χτυπούσε.
  Ταραγμένη πλησίασε στην πόρτα και άνοιξε. Ο Άγγελος μπήκε με φόρα μέσα, την άρπαξε στην αγκαλιά του και την φίλησε. Η Θάλεια πήγε να παραπονεθεί μα το φιλί του την συνεπήρε. Τα δάχτυλά του τραβούσαν ελάχιστα τα μαλλιά της και η εκείνη ακούμπησε το γυμνό του στήθος. Όλο το σώμα της είχε ανατριχιάσει, τα πόδια της έτρεμαν και η ανάσα της ήταν λαχανιασμένη.
  -Δεν θέλω να την παντρευτώ γαμώτο. Δεν θέλω. Είπε πάνω στο στόμα της και τα κομμάτια της ενώθηκαν ξανά.
  Η Θάλεια τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση του κι εκείνος την σήκωσε στην αγκαλιά του. Την ακούμπησε προσεκτικά πάνω στον πάγκο της κουζίνας και της έβγαλε την μπλούζα. Τα χέρια του άγγιζαν το στήθος της και η γλώσσα του ταξίδεψε σε όλο το κορμί της. Με βιαστικές κινήσεις η Θάλεια αφαίρεσε κάθε περιττό ύφασμα από πάνω τους. Ο Άγγελος μπήκε αμέσως μέσα της κι εκείνη αναστέναξε δυνατά. Τα χείλη τους είχανε βρει επιτέλους το σωστό ταίρι και δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν. Τα σώματά τους είχαν την απόλυτη χημεία και τον τέλειο συγχρονισμό. Η Θάλεια φώναζε συνέχεια το όνομα του, εκείνος άγγιζε κάθε σημείο του σώματός της λες και ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν αληθινή.
  Τελείωσαν μαζί και μείνανε αγκαλιασμένοι. Δεν μιλούσε κάνεις. Τα λόγια έμοιαζαν να είναι η απόλυτη καταστροφή κι αυτοί οι δύο μόλις είχαν ζήσει το πιο έντονο βράδυ στα τελευταία επτά χρόνια.
  Τότε, για δεύτερη φορά ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Θάλεια έσπρωξε τον Άγγελο από πάνω της και τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Εκείνος της έκανε νόημα να σωπάσει. Το χτύπημα όμως έγινε επίμονο και η φωνή της Κάτιας από πίσω ακουγόταν ταραγμένη. Η Θάλεια Φόρεσε βιαστικά τα ρούχα της, άρπαξε κι αυτά του Άγγελου από το πάτωμα και αθόρυβα τον έκρυψε στην κρεβατοκάμαρα.
  - Λες να μας κατάλαβε; Ψιθύρισε πριν βγει από το δωμάτιο η Θάλεια.
  - Δεν ξέρω, όμως αν καθυστερήσεις λίγο ακόμα μάλλον θα σπάσει την πόρτα. Απαντάει ατάραχος εκείνος καθώς φοράει το μποξεράκι του. Η Θάλεια κουνάει το κεφάλι της συμφωνόντας μαζί του και τρέχει να ανοίξει.
   - Κάτια; Λέει η Θάλεια τάχα ξαφνιασμένη ενώ έχει μισοανοίξει την πόρτα.
  - Συγνώμη για την ενόχληση. Είσαι μόνη; Ρωτάει η Κάτια με βουρκωμένα μάτια. Η Θάλεια βγαίνει στην αυλή και κλείνει πίσω της την πόρτα.
  - Τι συνέβη; Την ρωτάει και την οδηγεί στο τραπέζι την αυλής. Η Κάτια μόλις κάθεται ξεσπάει σε κλάματα.
  - Κάτια; Τι έπαθες; Την ρωτάει απαλά χωρίς να τολμά να την αγγίξει από την ντροπή. Εκείνη ρουφάει τη μύτη της και σκουπίζει τα μάτια της με ένα μαντήλι.
  - Είχα πάει μια βόλτα με το αυτοκίνητο του Άγγελου. Θέλω να αρχίσω να μαθαίνω τους δρόμους του χωριού. Η Κάτια μακρυγορεί και η Θάλεια κουνάει νευρικά τα πόδια της κάτω από το τραπέζι.
  - Όταν έφυγα ο Άγγελος ήταν σε πολύ κακή διάθεση και δεν ήθελε να έρθει μαζί μου. Η Θάλεια νιώθει την υπομονή της να εξαντλείται.
  - Μπες στο θέμα Κάτια, με έχεις ανησυχήσει. Της λέει απότομα κι εκείνη εμφανίζει μια πετσέτα μέσα από την τσάντα της. Την πετσέτα που νωρίτερα η Θάλεια τύλιξε την πληγή της .
  - Γύρισα πριν λίγο και βρήκα αυτό στην αυλή. Ο Άγγελος είναι εξαφανισμένος και έχει αφήσει το κινητό στο σπίτι. Η Θάλεια κρύβει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της και αισθάνεται τα μάγουλά της να έχουν κοκκινήσει.
  - Ίσως να βγήκε μια βόλτα εδώ τριγύρω. Λέει την πιο ανόητη δικαιολογία που σκέφτηκε. Η Κάτια γουρλώνει τα μάτια της.
  - Θάλεια η πετσέτα έχει αίμα. Λέει και αρχίζει πάλι να κλαίει. Εκείνη ξεφυσάει και αναθεματίζει τον εαυτό της που είναι τόσο απρόσεκτη.
  - Πριν λίγο πάντως ήταν στην αυλή. Μια χαρά τον είδα εγώ. Και η πετσέτα δεν έχει πια και τόσο αίμα. Είμαι σίγουρη πως δεν έχει συμβεί τίποτα και ανησυχείς άδικα. Λέει και σηκώνεται από την θέση της. Η Κάτια κουνάει το κεφάλι της.
  - Δεν ξέρω, μακάρι να έχεις δίκιο. Η Θάλεια στέκεται πάνω από το κεφάλι της όμως εκείνη δεν κάνει καμία κίνηση για να σηκωθεί.
  - Θα σε πείραζε να τον περιμένω εδώ; Νομίζω ότι να πάω σπίτι θα τρελαθώ. Η Θάλεια είναι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού όμως ακόμα το διαχειρίζεται. Της κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι και η Κάτια χαμογελάει.
  - Θα φέρω κάτι να πιούμε. Λέει για να μπει μέσα στο σπίτι.
  - Περίμενε, θα έρθω να σε βοηθήσω.
  - Όχι! Γυρίζει απότομα προς το μέρος της και η φωνή της βγαίνει πιο δυνατά από όσο πρέπει. Η Κάτια την κοιτάζει ξαφνιασμένη μα δεν της λέει τίποτα.
  - Θα τα φέρω όλα εγώ. Εσύ μείνει εδώ μήπως και γυρίσει ο Άγγελος. Προσπαθεί να το σώσει και η Κάτια φαίνεται να μην έχει καταλάβει το παραμικρό.
  Η Θάλεια μπαίνει στο σπίτι και τρέχει αμέσως στην κρεβατοκάμαρα. Ο Άγγελος έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι και έχει περάσει τα χέρια πίσω από το κεφάλι του.
  - Βρήκε την πετσέτα. Του λέει ταραγμένη μόλις ανοίγει την πόρτα. Ο Άγγελος σμίγει τα φρύδια του και την κοιτάζει ερωτηματικά.
  - Την πετσέτα που είχα τυλίξει το χέρι μου. Του λεει και δείχνει την πληγή στην παλάμη της.
  - Νομίζει πως κάτι έχεις πάθει. Του λέει και περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Εκείνος σηκώνεται από το κρεβάτι και πιάνει τα χέρια της. Αγγίζει απαλά το μάγουλο της και το χαϊδεύει. Η Θάλεια κλείνει τα μάτια της και η ανάσα της αλλάζει.
  - Μην το κάνεις τώρα αυτό Άγγελε. Έξω είναι η Κάτια και δεν φεύγει αν δεν γυρίσεις σπίτι. Υποτίθεται πως μπήκα να βάλω ένα ποτό. Εκείνος ακουμπά το μέτωπό του πάνω στο δικό της και την αγκαλιάζει από την μέση.
  - Πως θα γυρίσω εκεί όταν σε νιώθω ακόμα πάνω μου; Ψιθυρίζει και φίλα απαλά τα χείλη της.
  - Άγγελε... Προσπαθεί να μην υποκύψει όμως εκείνος της κάνει νόημα να σωπάσει.
  - Θα φύγω, θα φύγω. Όμως πρέπει να μιλήσουμε για όλο αυτό. Σύμφωνοι; Την ρωτάει και εκείνη κουνάει το κεφάλι της.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang