Κεφάλαιο 7

118 10 0
                                    

          Λίγες εβδομάδες αργότερα

 
  Ο Άγγελος κράτησε πράγματι το λόγο του και δεν ξαναενόχλησε την Θάλεια.
Είχε να τον δει από εκείνο το βράδυ που τσακώθηκαν. Η Θάλεια είχε αλλάξει πλέον την διαδρομή της πρωινής της άσκησης και δεν περνούσε πια μπροστά από το σπίτι του. Είχε διαγράψει τον αριθμό από τις κλήσεις της για να μην μπει στον πειρασμό και τον καλέσει εκείνη. Είχε ζητήσει ακόμα κι από τον Ορέστη να ξεκινήσουν προσπάθειές για παιδί. Τίποτα όμως απ' όλα αυτά δεν την έκανε να αισθάνεται καλύτερα.
  Υπήρχαν βράδια που η Θάλεια καθόταν στην αυλή για τον βλέπει κρυφά. Κι ύστερα έκλαιγε μόνη της στο μπάνιο με την εικόνα της Κάτιας να τον φιλάει. Ξεκίνησε πάλι τα αντικαταθλιπτικά ύστερα από συζήτηση με τον ψυχίατρο της κι αυτό ήταν ο μοναδικός λόγος που οι προσπάθειές για παιδί σταμάτησαν πριν καλά καλά ξεκινήσουν.
  Εκείνο το πρωί η Θάλεια ήταν σωστό ράκος. Ο Ορέστης έλειπε για δουλειά στην Αθήνα και δεν ήξερε πόσο θα χρειαστεί ακόμα να λείψει. Η μοναξιά διόγκωνε τον πόνο της και το άδειο κρεβάτι την πείραζε δίπλα όταν ήξερε πως του Άγγελου ήταν γεμάτο.
  Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και έκλαψε μέχρι που τα δάκρυα στέρεψαν. Κάτω από τα μάτια της είχαν σχηματιστεί μαύρη κύκλοι, τα μάγουλά της είχε μπει προς τα μέσα από την κακή διατροφή της. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και έψησε τον πρωινό καφέ της. Μόλις άνοιξε την πόρτα για να βγει στην αυλή, βρήκε μπροστά της την Κάτια. Το χέρι της ήταν έτοιμο να χτυπήσει το κουδούνι και το γλυκό της χαμόγελο της έφερε ταραχή.
  - Με πρόλαβες, της λέει με νάζι η Κάτια και την αγκαλιάζει. Η Θάλεια έχει τα χέρια της κρεμασμένα στο πλάι ενώ νιώθει την έντονη επιθυμία να την στείλει σπίτι της.
  - Καλημέρα. Της λέει και προσπερνά την εκθαμβωτική της παρουσία τάχα αδιάφορη. Η Κάτια την ακολουθεί στην βεράντα και κάθεται απέναντι της.
  - Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Της λέει και πιάνει τα χέρια της. Η Θάλεια απομακρύνει τα δικά της διακριτικά και της χαμογελάει βεβιασμένα.
  - Για να ακούσω, ζητάει και πίνει μια γουλιά από τον καφέ της. Η Κάτια χαμογελάει πλατιά και παίρνει το πιο πονηρό της ύφος.
  - Τάξε μου. Της λέει και χαμογελάνε μέχρι και τα αφτιά της. Η Θάλεια δεν έχει καμία διάθεση για αινίγματα όμως το ένστικτό της λέει πως αυτό που θα ακούσει δεν θα της αρέσει καθόλου. Κάνε Θεέ μου να μην είναι έγκυος! Προσεύχεται από μέσα της.
  -Τι πράγμα; Ρωτάει τελικά όσο πιο ατάραχα μπορεί. Η Κάτια υψώνει το δεξί της χέρι και της δείχνει ένα εντυπωσιακό μονόπετρο.
  - Ο Άγγελος μου έκανε πρόταση γάμου. Τσιρίζει ενθουσιασμένη ενώ η Θάλεια νιώθει το χώρο να γυρίζει. Τα χέρια της σφίγγουν το τραπέζι τόσο που οι άκρες των δαχτύλων της ασπρίζουν. Το στομάχι της δένεται κόμπος και η καρδιά της χάνει ένα παλμό.
  - Πότε; Καταφέρνει μόνο να ρωτήσει τόσο άψυχα που οριακά η φωνή της δεν ακούγεται.
  - Προχθές το βράδυ. Λέει και χτυπάει παλαμάκια. Η Θάλεια χαμογελάει ψεύτικα και της δίνει συγχαρητήρια.
  - Και πως θέλεις να σε βοηθήσω εγώ; Ρωτάει η Θάλεια αν και είναι σίγουρη για την συνέχεια.
  - Θέλω να βρούμε μαζί το πιο όμορφο νυφικό. Λέει με μια άνεση που κάνει την Θάλεια να γελάσει.
  - Δεν νομίζω πως είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος γι' αυτό. Της λέει και αμέσως το πρόσωπο της Κάτια κατσουφιάζει.
  - Μα γιατί; Είσαι η μοναδική φίλη που έχω εδώ. Τα αδέρφια του Άγγελου είναι αγόρια και η μόνη γυναίκα που γνωρίζω πέρα από εσένα είναι η πεθερά μου. Η Θάλεια νιώθει απαίσια με τον χαρακτηρισμό "φίλη" όμως προσπαθεί να μείνει ανέκφραστη.
  - Μα δεν έχουμε ίδιο γούστο. Επιμένει η Θάλεια.
  - Μια δεύτερη γνώμη είναι πάντα χρήσιμη.
  Αφού η Θάλεια δεν βλέπει καμία διέξοδο, καταλήγει να δεχτεί και ελπίζει μονάχα να μην καταλήξει κουμπάρα σε αυτό το γάμο.
  - Να σου πω την αλήθεια δεν περίμενα πως θα μου έκανε πρόταση τόσο σύντομα. Της εκμυστηρεύεται η Κάτια.
  - Από την ώρα που ήρθαμε εδώ ο Άγγελος έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Η Θάλεια ανακάθεται και πλέκει τα δάχτυλά της πάνω στο τραπέζι.
  - Δηλαδή;
  - Έχει κλειστεί στον εαυτό του. Όλη μέρα κάθεται σπίτι, είναι μελαγχολικός, με το ζόρι μου μιλάει. Σκέψου πως είχε να με αγγίξει βδομάδες. Λέει και αμέσως μαραζώνει.
  - Και τώρα; Τι άλλαξε; Ζητάει να μάθει η Θάλεια.
  - Τουλάχιστον έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω του. Εδώ και μια βδομάδα χαμογελάει πιο συχνά, βγαίνουμε καμία βόλτα στην πλατεία, βρισκόμαστε με τους δικούς του.
  - Άρα τώρα είστε εντάξει; Η Κάτια χαμογελάει.
  - Παιδί μου, σου λέω πως μου έκανε πρόταση γάμου! Η Θάλεια κουνάει το κεφάλι της θετικά και ρίχνει το βάρος της πίσω στην καρέκλα.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora