Κεφάλαιο 22

220 11 9
                                    

  Ο Άγγελος πετάει τον σάκο στο έδαφος όταν μια ομάδα ενόπλων αστυνομικών μπαίνει στην δίπλα αυλή. Με χέρια που τρέμουν καλεί στο κινητό της Θάλειας, καμία απάντηση. Προσπαθεί ξανά και ξανά όσο τρέχει προς το σπίτι της. Ένα ασθενοφόρο του κόβει το δρόμο κι ένας λυγμός γλιστράει από τα χείλη του. 《 Όχι, Θάλεια, όχι 》μονολογεί ενώ μπαίνει στην αυλή και κοιτάζει επίμονα την ανοιχτή πόρτα.
  - Θάλεια! Ουρλιάζει και τρέχει προς το σπίτι.
  Δύο αστυνομικοί βγάζουν τον Ορέστη με χειροπέδες. Ο Άγγελος κοκκαλώνει στην θέση του. Τα μάτια του βουρκώνουν και το στομάχι του δένεται κόμπος. Κοιτάζει το ανέκφραστο πρόσωπό του Ορέστη, την βιασύνη με την οποία τον μεταφέρουν, την μπλούζα του που είναι γεμάτη αίματα.
  - Θάλεια! Ουρλιάζει ξανά και τότε όλοι γυρίζουν προς το μέρος του. Ο Άγγελος τρέχει και αρπάζει τον Ορέστη από τον γιακά.
  - Που είναι; Φωνάζει με μάτια υγρά ενώ τον ταρακουνάει.
  - Κύριε, πάει να παραπονεθεί ο ένας αστυνομικός.
  - Άντε γαμησου! Σπρώχνει το χέρι του από πάνω του και γυρίζει το βλέμμα του στον Ορέστη.
  - Τι έκανες; Η φωνή του σπάει.
  - Τι έκανες γαμώτο; Ουρλιάζει και τον χτυπάει γροθιά στο πρόσωπο. Μια άλλη ομάδα αστυνομικών τον τραβάει μακριά για να μεταφέρουν τον Ορέστη στο τμήμα.
  - Τι έκανες; Τι έκανες; Ουρλιάζει ενώ χτυπιέται στα χέρια των αστυνομικών. Μόλις το περιπολικό ξεκινάει εκείνοι τον αφήνουν.
  Ο Άγγελος τρέχει προς το σπίτι. Μια κόκκινη κορδέλα βρίσκεται κολλημένη στην πόρτα. Τα δάκρυα κυλάνε αβίαστα στα μάγουλά του όταν όλη η είσοδος είναι γεμάτη αίματα. 《 Νεκρή 》 ακούει μια φωνή από το βάθος. Κι αυτή η λέξη παίζει σε επανάληψη σαν κολλημένη κασέτα στο μυαλό του.
  Το λεπτό της χέρι είναι το μοναδικό μέρος του σώματος της που μπορεί να δει. Πλησιάζει κι άλλο πιο γρήγορα. Βλέπει τα μαλλιά της, ανακατεμένα.
  - Δεν μπορείτε να περάσετε Κύριε. Ακούει μια αστυνομικό και αισθάνεται το χέρι της να του φράζει το δρόμο. Εκείνος ζαλισμένος σμίγει τα φρύδια του. Την σπρώχνει και τότε την βλέπει. Η ανάσα του κόβεται,
  - Θάλεια! Φωνάζει μα εκείνη δεν αντιδράει. Γιατί δεν αντιδράει; Προσπαθεί να μπει μέσα μα αισθάνεται ξένα χέρια να τον σπρώχνουν.
  -Θέλω να της μιλήσω. Πρέπει να της μιλήσω. Θάλεια. Ουρλιάζει ξανά.
  - Κύριε σας παρακαλώ.
  - Θάλεια! Κλαίει και πέφτει στο πάτωμα. Κοιτάζει το παγωμένο κορμί της. Το σεντόνι που την σκεπάζει. Μετράει κάθε σταγόνα αίματος που έχασε και δεν ήταν εκεί για να την σώσει. 
  - Θάλεια.Φωνάζει και χτυπάει τις γροθιές του στο έδαφος τόσο που τις ματώνει. 
  Κοιτάζει γύρω του ζαλισμένος. Γιατί κανείς δεν κλαίει; Γιατί δεν δείχνει κάνεις να νοιάζεται; Σηκώνεται όρθιος παραπατόντας.
  - Εκεί μέσα, Φωνάζει και δείχνει με το δάχτυλο του το σπίτι. Ξαφνικά όλοι στρέφονται προς το μέρος του.
  - Όλο αυτό το αίμα είναι ο πόνος μου. Η γαμημένη μου ψυχή μολις πέθανε μαζί της. Ο Άγγελος σκουπίζει τα μάτια του και κοιτάζει τον ουρανό.
  《 Συγνώμη μωρό μου, Συγνώμη》

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora