Κεφάλαιο 19

111 10 0
                                    

Η ατμόσφαιρα φορτίζεται ξανά. Ο Ορέστης με την Κάτια έχουν μείνει άναυδοι με τις αποκαλύψεις ενώ ο Άγγελος προσπαθεί να κρύψει την ανακούφιση του.
  - Δηλαδή δεν ήταν μια παρόρμηση της στιγμής; Ρωτάει η Κάτια τον Άγγελο κι εκείνος κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
  - Για αυτό αγόρασες το σπίτι; Για να είσαι δίπλα σε αυτήν; Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα του. Η Κάτια κρύβει το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες της και κλαίει. Η Θάλεια κοιτάζει τον Ορέστη που κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος.
  - Αρκετά, δεν νομίζω πως αντέχω να ακούσω άλλο. Λέει ο Ορέστης και πλησιάζει την Θάλεια. Εκείνη μαζεύεται από τον φόβο της και ο Άγγελος ετοιμάζεται να επέμβει.
  - Πάμε σπίτι, θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας. Της λέει και την πιάνει από το μπράτσο.
  - Άφησε την. Δεν έχει να πάει πουθενά. Λέει ο Άγγελος ενώ μπαίνει ανάμεσα τους. Η Θάλεια του ρίχνει ένα καθησυχαστικό βλέμμα ενώ ο Ορέστης την τραβάει προς το μέρος του.
  - Θα είμαι εντάξει. Του λέει καθώς απομακρύνετε μα ο Άγγελος τους ακολουθεί. Ο Ορέστης τον βλέπει με την άκρη του ματιού του και σταματάει να προχωράει. Γυρίζει αργά προς το μέρος του και του δείχνει με το δάχτυλο την Κάτια που κλαίει στην βεράντα.
  - Πήγαινε να δώσεις μια εξήγηση στην κοπέλα. Αυτή δεν φταίει σε τίποτα. Λέει χαμηλόφωνα και η Θάλεια Συμφωνεί με ένα νεύμα. Ο Άγγελος κουνάει το κεφάλι του και γυρίζει να την κοιτάξει. Μέχρι να επιστρέψει το βλέμμα στην Θάλεια την βλέπει να έχει απομακρυνθεί ήδη αρκετά.
  - Θα σε περιμένω εδώ έξω Θάλεια. Της φωνάζει και εκείνη γυρίζει και του χαμογελάει.
  Ο Άγγελος επιστρέφει στην βεράντα και πιάνει  απαλά τα μπράτσα της Κάτιας. Εκείνη δεν κλαίει πια μα το βλέμμα της είναι άδειο, ψυχρό.
  - Γιατί με έφερες εδώ Άγγελε; Γιατί μου έδωσες ελπίδες; Η φωνή της είναι σταθερή και θυμωμένη. Εκείνος της δείχνει τις καρέκλες με τα μάτια του.
  - Δεν θέλω να κάτσω. Μια απάντηση χρειάζομαι. Μια απάντηση για να σηκωθώ να φύγω από εδώ μέσα με αξιοπρέπεια. Ο Άγγελος σφίγγει τα χείλη του. Απομακρύνετε από κοντά της, κάθεται στα σκαλιά και τρίβει το μέτωπό του.
  - Δεν είχα σκοπό να την ενοχλήσω. Ούτε καν να της μιλήσω δεν ήθελα. Η Κάτια στέκεται πίσω από την πλάτη του με σταυρωμένα χέρια.
  - Τότε ποιος ο λόγος να έρθουμε εδώ; Ήμασταν ευτυχισμένοι στην Αθήνα Άγγελε. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
  - Όχι, δεν ήμασταν. Εγώ κατάλαβα την ευτυχία όταν γνώρισα την Θάλεια και την δυστυχία όταν την έχασα. Η Κάτια σκουπίζει αθόρυβα τα μάτια της.
  - Θεέ μου νιώθω τόσο χαζή. Νόμιζα πως ήταν φίλη μου γαμώτο. Της έλεγα τα σχέδια για το γαμο μας, για την ζωή μας. Ακόμα και για το κρεβάτι μας. Κι αυτή δεν έδειξε ποτέ το παραμικρό συναίσθημα. Γιατί δεν με σταμάτησες;
  - Τι μπορούσα να σου πω Κάτια; Η Θάλεια δεν ήθελε να μαθευτεί τίποτα για το παρελθόν μας. Εκείνη πλησιάζει και κάθεται δίπλα του.
  - Γιατί ήρθαμε εδώ αφού δεν είχες σκοπό να την πλησιάσεις;
  - Είχα ανάγκη να την δω.
  - Κι όταν την είδες; Ο Άγγελος την κοιτάζει.
  - Δεν μπορούσα να απομακρυνθώ Κάτια. Απλά δεν μπορούσα. Κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του.
  - Συγνώμη. Ψιθυρίζει. Η Κάτια κουνάει το κεφάλι της και σηκώνεται.
  - Εγώ συγνώμη...Που σε πέρασα για άνθρωπο. Λέει και φεύγει.
 
  Σε λίγο ο Άγγελος έχει μαζέψει όλα τα ρούχα του σε μια βαλίτσα. Βάζει το κλειδί στην πόρτα και το γυρίζει. Κοιτάζει προς το σπίτι της Θάλειας μα υπάρχει ησυχία. Βγάζει το κινητό του και της στέλνει μήνυμα.
  《 Είμαι έξω 》 και τότε ένα περιπολικό σταματάει έξω από το σπίτι της.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora