Κεφάλαιο 8

119 10 0
                                    

  Η Θάλεια στραγγίζει και τις τελευταίες σταγόνες κρασιού μέσα στο ποτήρι της. Έχει πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι μόνη της κι ο πόνος δεν έχει υποχωρήσει. 
  Το σταθερό χτυπάει και εκείνη το ψάχνει παραπατόντας στο σαλόνι.
  - Σου έχω ευχάριστα νέα. Ακούγεται η εύθυμη φωνή του Ορέστη στην γραμμή. Η Θάλεια προφέρει ένα "Α!" αδιάφορη και κολλάει το ποτήρι στα χείλη της.
  - Αύριο το μεσημέρι θα είμαι σπίτι. Παραλίγο να πνίγει με το ποτό της. Από την μια ήθελε να επιστρέψει. Είχε βαρεθεί ολομόναχη στο σπίτι και η απουσία του δεν της έκανε καλό. Από την άλλη όμως, όσο ο Ορέστης έλειπε η Θάλεια δεν χρειαζόταν να καταπιέζει τα συναισθήματά της. Μπορούσε να κλάψει ,να ουρλιάξει, να βγει στον κήπο τα χαράματα χωρίς να χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν για τις αϋπνίες της.
  - Ωραία. Του λέει μόνο και βουλιάζει στον καναπέ. Από την άλλη γραμμή ακολουθεί μια μικρή παύση.
  - Θάλεια είσαι εντάξει; Ακούγεται τελικά η φωνή του ανήσυχη.
  -Αχά, γιατί ρωτάς; Καθαρίζει τον λαιμό της - σημάδι πως έχει ταραχτεί.
  - Περίμενα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Νόμιζα πως σου είχα λείψει. Η Θάλεια σουφρώνει τα χείλη της και σηκώνεται από την θέση της.
  - Φυσικά και μου έλειψες. Απλά αισθάνομαι κουρασμένη σήμερα. Μάλλον θα ξαπλώσω νωρίς. Λέει ψέματα και καταλάθος ρίχνει με το πόδι της το ποτήρι στο πάτωμα. Εκείνο γίνεται χίλια κομμάτια και το κρασί λερώνει τον λευκό καναπέ.
  - Τι έσπασε; Ρωτάει ο Ορέστης την ώρα που εκείνη σκύβει να μαζέψει τα γυαλιά.
  - Ένα ποτήρι, απαντάει και στερεώνει το τηλέφωνο ανάμεσα στον ώμο και το αφτί της.
  - Θάλεια δεν νομίζω να πίνεις; Ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος. Απαγορεύεται να ανακατέψεις τα χάπια με το αλκοόλ. Την ώρα που της λέει αυτό η Θάλεια κόβει την παλάμη της.
  - Όχι Ορέστη δεν ήπια. Σε κλείνω όμως για να μαζέψω τα γυαλιά. Εκείνος φαίνεται να πείθεται. Τελευταία στιγμή της λέει "σ' αγαπώ" και η Θάλεια προσποιείται πως δεν το άκουσε.
  Πετάει το σταθερό στον καναπέ και τρέχει να βάλει το χέρι της κάτω από την βρύση. 《 Πως διάολο το 'κοψα τόσα βαθιά 》μονολογεί και με το αριστερό της χέρι στηρίζεται στον πάγκο για να μην πέσει από την ζάλη. Το νερό την πονάει, κανένας πόνος όμως δεν συγκρίνεται με αυτόν που νιώθει μέσα της.
  Τυλίγει το χέρι της με μια πετσέτα και αφήνει το βάρος της να ακουμπήσει στο πάτωμα. Κλείνει τα μάτια της και οι μόνες εικόνες που έρχονται στο μυαλό της είναι αυτές του Άγγελου και της Κάτιας. Να φιλιούνται, να αγκαλιάζονται, το ακριβό μονόπετρο στο δάχτυλο της Κάτιας.
  Θυμωμένα κλωτσάει τα σκαμπό μπροστά της και αυτά πέφτουν σαν ντόμινο ένα ένα. Σηκώνεται και σπρώχνει όλα τα αντικείμενα πάνω από το τραπέζι. Ουρλιάζει κλαίγοντας, 《 Σε συχαίνομαι.》
  Ζαλισμένη τρέχει προς την έξοδο και αρπάζει τα κλειδιά από την πόρτα. Σκουπίζει το πρόσωπο της με την αναστροφή του χεριού της και βγαίνει στον καθαρό αέρα. Τα βήματα της αποφασιστηκά την οδηγούν στην δίπλα αυλή.
  Τα φώτα είναι σβηστά και το αμάξι του Άγγελου λείπει. Για μια στιγμή στέκεται και περιεργάζεται το χώρο. 《 Τι πάω να κάνω Χριστέ μου》 σκέφτεται, όμως η φωνή της λογικής είναι αδύναμη.
  Ανεβαίνει στην μικρή βεράντα και χτυπάει με δύναμη την πόρτα. Δεν φαίνεται καμία κίνηση μέσα στο σπίτι. Ξαναχτυπάει κυρίως για να εκτονωθεί και όταν δεν ανοίγει κάνεις, ακουμπά την πλάτη της στον τοίχο και κάθεται στο πάτωμα. Αγκαλιάζει τα γόνατά της και κλαίει πάνω τους.
  -Θάλεια; Η φωνή του Άγγελου την τρομάζει. Δεν είναι σίγουρη αν της μιλάει στ' αλήθεια ή αν το μυαλό της παίζει παιχνίδια.
  - Θάλεια τι έγινε; Σηκώνει το βλέμμα της και τον βλέπει να τρέχει προς το μέρος της. Από την μέση και πάνω είναι γυμνός. Έχει μια πετσέτα γύρω από τον σβέρκο του και η μαύρη του βερμούδα αφήνει εκτεθειμένο το V πάνω από το λάστιχο.
  Κοιτάζει το κορμί του και ξεροκαταπίνει. Έχει ξεχάσει για ποιο λόγο ήρθε να τον βρει.
  Ο Άγγελος γονατίζει μπροστά της και πιάνει απαλά το τραυματισμένο χέρι της.
  - Πρέπει να πας στο νοσοκομείο. Μπορεί να χρειαστεί ράμματα. Της λέει και το καλύπτει ξανά με την πετσέτα. Η Θάλεια ακούει την φωνή του κι ο πόνος της μεγαλώνει. Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει απαλά το μάγουλο του. Στην αφή τους ο Άγγελος κλείνει τα μάτια του και εισπνέει βαθιά.
  - Και την καρδιά μου ποιος θα την ράψει; Ψιθυρίζει και ακουμπά το μέτωπό της πάνω στο δικό του. Ο Άγγελος σκουπίζει τα δάκρυα της με τους αντίχειρες του και την Σηκώνει από το πάτωμα.
  - Έλα λίγο μέσα. Της ζητάει απαλά ενώ την σπρώχνει από την μέση. Εκείνη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
  - Δεν μπορώ. Του λέει και φέρει αντίσταση. Ο Άγγελος την κοιτάζει ευθεία στα μάτια.
  - Η Κάτια λείπει, θα αργήσει να έρθει. Προσπαθεί να την καθησυχάσει όμως εκείνη του αρνείται πάλι.
  - Όχι, δεν μπορώ να μπω στο σπίτι που έκανες με μια άλλη. Ο Άγγελος δαγκώνει εσωτερικά το μάγουλο του κι ο πόνος τον χτυπάει στο στήθος. Κάνει ένα βήμα μακριά της και της γυρίζει την πλάτη. Σηκώνει το κεφάλι του στον ουρανό και τρίβει το πρόσωπό του.
  - Γιατί το κάνεις αυτό Θάλεια; Τήρησα τον λόγο μου και δεν σε ενόχλησα ξανά. Εσύ γιατί με βασανίζεις; Από τα χείλη της ξεφεύγει ένας λυγμός που τον κάνει να στραφεί ξανά προς το μέρος της.
  - Όχι, όχι μη κλαις άλλο. Της λέει και αγκαλιάζει με τις χούφτες του τα μάγουλά της. Εκείνη αγγίζει τα χέρια του και γέρνει το κεφάλι της πάνω τους.
  - Πως θα ζήσω με εσένα δίπλα μου Άγγελε; Πως θα προχωρήσω όταν σε βλέπω να φιλάς αυτήν; Η φωνή της βγαίνει με το ζόρι και ο Άγγελος χαϊδεύει τα χείλη της.
  - Εσύ με έφτασες εδώ Θάλεια. Κοίτα, της λέει και πιάνει το δεξί της χέρι. Ο αντίχειρας του χαϊδεύει το μονόπετρο που της χάρισε κάποτε ο Ορέστης.
  - Φοράς ένα δαχτυλίδι που δεν σου έδωσα εγώ. Έχτισες ένα σπίτι με κάποιον που δεν σ' αγάπησε όσο εγώ. Είσαι με κάποιον κι αυτός δεν είμαι εγώ. Η Θάλεια κλαίει πάλι με λυγμούς.
  - Αν η καρδιά σου θέλει ράμματα, η δικιά μου θέλει πέταμα. Της λέει και αφήνει αργά το χέρι της. Η Θάλεια με μια απότομη κίνηση τον αγκαλιάζει. Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και βολεύει το πρόσωπό της στον λαιμό του. Εκείνος τυλίγει τα χέρια του γύρω της και την σφίγγει πάνω του.
  - Θέλεις αλήθεια να την παντρευτείς; Τον ρωτάει χωρίς να φεύγει από πάνω του. Εκείνος παίρνει μια βαθιά ανάσα και την απομακρύνει.
  -Ναι Θάλεια. Θέλω να την παντρευτώ. Η ανάσα της κόβεται. Σαν να την χτύπησε ρεύμα κάνει μερικά βήματα μακριά του. Σκουπίζει τα μάτια της και χαμηλώνει το βλέμμα της στο πάτωμα.
  - Τότε δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Λέει και τον βλέπει να κουνάει το κεφάλι του θετικά.
  Η Θάλεια γυρίζει την πλάτη της και προχωράει προς το σπίτι της. Για μια στιγμή σταματάει και γυρίζει να τον κοιτάξει ξανά.
  - Συγνώμη για απόψε.  Του λέει και φεύγει τσακισμένη.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang