Κεφάλαιο 11

108 10 0
                                    

  Ο Άγγελος τοποθετεί το χέρι του πάνω στο καβάλο του για να μην φανεί η ανοιχτή του ζώνη. Η Θάλεια πιάνει τα μαλλιά της σε μια βιαστική κοτσίδα για να κρύψει το ανακάτεμα τους και ο Ορέστης ακουμπά τους αγκώνες του πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
  - Ναι έκανα πρόταση γάμου στη Κάτια πριν λίγες μέρες. Λέει ο Άγγελος και η Θάλεια πίνει μια γουλιά από τον καφέ της.
  - Μπράβο ρε φίλε. Φαίνεστε πολύ αγαπημένοι. Λέει ο Ορέστης και γυρίζει προς την Θάλεια.
  - Κάποια στιγμή πρέπει να πάρουμε και εμείς σειρά. Της λέει κι η Θάλεια χαμογελάει αμυδρά. Ο Άγγελος χαμηλώνει το βλέμμα του και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
  - Είστε πολλά χρόνια μαζί; Τους ρωτάει και κοιτάζει τον Ορέστη. Εκείνος πιάνει το χέρι της Θάλειας και το φιλάει.
  - Κοντά έξι χρόνια. Λέει και ο Άγγελος υψώνει τα φρύδια του.
  - Εγώ θα βγω για τρέξιμο. Λέει η Θάλεια κόβοντας απότομα την συζήτηση και οι δυο άντρες γυρίζουν προς το μέρος της. Εκείνη πηγαίνει βιάστηκα στην κρεβατοκάμαρα και κλείνει πίσω της την πόρτα. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, τρίβει το πρόσωπό της και αλλάζει τα ρούχα της.

  Με τα κλειδιά στο χέρι και μόλις έχει φορέσει τα αθλητικά της ο Ορέστης την φωνάζει από το γραφείο του. Ευτυχώς ο Άγγελος έχει φύγει οπότε κινείται πιο άνετα μέσα στο σπίτι της.
  - Πες μου, του λέει μόλις ανοίγει την πόρτα του και εκείνος γέρνει πίσω στην καρέκλα του.
  - Σε λίγο θα πάω να πάρω την Κάτια και έλεγα αν μετά θέλεις να κάνουμε κάτι οι δυο μας. Η Θάλεια σμίγει τα φρύδια της.
  - Και για ποιο λόγο παριστάνεις τον ταξιτζή; Λέει τάχα ενοχλημένη. Ο Ορέστης γελάει.
  - Έλα βρε μωρό μου, μια εξυπηρέτηση κάνω στον άνθρωπο. Λέει και σηκώνεται όρθιος.
  - Ας στείλει τα αδέρφια του. Εντάξει έκανες το κόπο να την πας αλλά όχι και να πηγαινοέρχεσαι για να δοκιμάζει η κυρία νυφικά. Λέει η Θάλεια κουνώντας τα χέρια της στον αέρα. Ο Ορέστης την κοιτάζει και σταυρώνει τα χέρια του.
  - Κι εσύ που ξέρεις ότι έχει αδέρφια; Την ρωτάει και αμέσως η Θάλεια κομπλάρει.
  - Το υποθέτω,  σηκώνει αδιάφορη τους ώμους της και γυρίζει να φύγει.
  -Μισό λεπτό Θάλεια. Δεν μου απάντησες. Τρέχει να την προλάβει και εκείνη γυρίζει απότομα προς το μέρος του.
  - Σου είπα πως υποθέτω, υψώνει ελάχιστα τη φωνή της.
  - Για το αν θα κάνουμε κάτι μετά ρωτάω. Της λέει ανέκφραστος και την κοιτάζει στα μάτια.
  -Α. Λέει εκείνη και χαμηλώνει το βλέμμα.
  - Θα δούμε. Κάτσε να γυρίσω πρώτα και μιλάμε. Του λέει και φεύγει προτού τα κάνει χειρότερα.

  Ο μοναδικός λόγος που βγήκε για τρέξιμο μέρα μεσημέρι ήταν για να αποφύγει το σεξ με τον Ορέστη. Ένιωθε ήδη απαίσια για όσα ψέματα του είχε πει και για όσα είχε κάνει με τον Άγγελο πίσω από την πλάτη του. Ίσως αν γνώριζε το παρελθόν τους καλύτερα, ίσως αν ο Ορέστης είχε ζήσει ποτέ του κάτι παρόμοιο να την καταλάβαινε. Όμως ποιον κοροϊδεύει; Όσα ελαφρυντικά και να ψάξει, πρώτα η ίδια ξέρει πως του φέρθηκε σκάρτα.
  Τρέχει τόσο γρήγορα που στη μισή ώρα έχει βρεθεί κιόλας μπροστά από το σπίτι της. Το αμάξι του Ορέστη λείπει, κάτι που την ανακουφίζει αφάνταστα. Προχωράει στην αυλή, μα μόλις φτάνει στην βεράντα βρίσκει τον Άγγελο μπροστά της.
  Κάθεται στα σκαλιά και καπνίζει, σαν την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν. Τα γαλάζια του μάτια την περιεργάζονται από μακριά και η Θάλεια αισθάνεται το κορμί της να μουδιάζει. Κοιτάζει προς το δρόμο, μα ευτυχώς είναι άδειος. Με αργά βήματα πλησιάζει προς το μέρος του και κάθεται δίπλα του.
  - Γιατί είσαι εδώ; Τον ρωτάει μα δεν τον κοιτάζει. Έχει ρίξει το κεφάλι της ανάμεσα στους ώμους της και με το δάχτυλο της σκαλίζει το πέτρινο σκαλοπάτι. Ο Άγγελος πιέζει το πιγούνι της και γυρίζει το πρόσωπο της προς το μέρος του.
  - Γιατί δεν με κοιτάζεις Θάλεια; Ντρέπεσαι για όσα κάνουμε; Της λέει και εκείνη ξεροκαταπίνει.
  - Εσύ όχι; Τον ρωτάει και νιώθει το μέτωπό της να ιδρώνει. Ο Άγγελος καρφώνει τα μάτια του στα δικά της και κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. Ύστερα στρέφει το κεφάλι του στο δρόμο και μένει για μερικές στιγμές σιωπηλός.
  - Την πρώτη μέρα που ήρθες σπίτι μου και σε είδα μετά από τόσα χρόνια, το ήξερα ότι δεν θα καταφέρω να μείνω μακριά σου... Η Θάλεια δεν βγάζει αχνά.
  - Ήρθες με αυτό τον τσαμπουκά που πάντα είχες και με τρέλενε. Φορούσες το ίδιο κολάν που φοράς και τώρα. Γυρίζει προς το μέρος της, χαμογελάει και χαϊδεύει τη ραφή. Η Θάλεια δεν αντιδρά, μονάχα περιμένει να ακούσει τη συνέχεια.
  - Μου φώναζες χωρίς να σε νοιάζει που η Κάτια κοιμόταν μέσα και μπορούσε να ξύπνησε. Κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να σκίζω το γαμημένο το κολάν σου και να μπαίνω αργά μέσα σου. Η Θάλεια δαγκώνει εσωτερικά τα μάγουλά της και κοκκινίζει.
  - Αλλα μου έδειξες όμως. Μιλάει τελικά για πρώτη φορά και ο Άγγελος κουνάει το κεφάλι του.
  - Ήξερα πως είσαι με αυτόν. Ήξερα τα πάντα πριν έρθω σε αυτό το σπίτι Θάλεια και ο μόνος λόγος που γύρισα είσαι εσύ. Εκείνη νιώθει τα μάτια της να βουρκώνουν και αγκαλιάζει τα γόνατά της.
  - Για να με κάνεις να υποφέρω; Τον ρωτάει και η φωνή της τρέμει. Εκείνος γέρνει προς το μέρος της και χαϊδεύει το πιγούνι της.
  - Για να πάψω να υποφέρω εγώ. Λέει και χαμογελάει με πικρία.
  - Με ποιο τρόπο; Εκείνος στρέφει το βλέμμα του πάλι στο δρόμο και ανάβει τσιγάρο.
  - Νόμιζα πως θα ήμουν ευτυχισμένος μόνο και μόνο επειδή θα σε έβλεπα ολοζώντανη μπροστά μου. Για επτά χρόνια σε έβλεπα μόνο στον ύπνο μου Θάλεια. Ήθελα να κοιμάμαι συνέχεια γιατί ήξερα πως μόνο εκεί θα σε έχω. Και ναι ακούγεται πολύ μελοδραματικό αλλά έτσι είναι. Η Θάλεια απλώνει το χέρι της και πλέκει τα δάχτυλά της γύρω από τα δικά του.
  - Και στην Κάτια γιατί έκανες πρόταση γάμου; Τον ρωτάει. Ο Άγγελος σηκώνει τους ώμους του.
  - Ήξερα πως το ήθελε. Πάντα μίλαγε για οικογένεια, γλέντια, νυφικά. Και εσύ έδειχνες ευτυχισμένη με τον Ορέστη. Δεν μου έδωσες την παραμικρή αφορμή να πιστέψω πως έχεις ακόμα αισθήματα για εμένα.
  - Ήμουν ευτυχισμένη μέχρι που ήρθες εσύ. Λέει κάπως απότομα και ο Άγγελος γυρίζει να την κοιτάξει.
  - Άρα δεν ήσουν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένη. Λέει και εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα της.
  - Νομίζω πως δεν έχει σημασία πια. Ο Άγγελος κουνάει το κεφάλι του ερωτηματικά.
  - Τι εννοείς; Την ρωτάει και στρέφει όλο το σώμα του προς το μέρος της. Η Θάλεια ανακάθεται και τραβάει το χέρι του μέσα από το δικό του.
   - Η ζωές μας δεν είναι ταινία Άγγελε. Εδώ δεν υπάρχει happy end. Δίπλα μας υπάρχουν άνθρωποι που θα πληγωθούν όταν μάθουν την αλήθεια και πιο πολύ απ' όλους εμείς. Λέει και σκουπίζει τα μάτια της.
  -Ει, της λέει και την τραβάει στην αγκαλιά του.
  - Αυτή είναι η ζωή όμως μωρό μου. Κάποτε πληγώθηκαμε κι εμείς.
  - Και δεν το ξεπεράσαμε ποτέ. Του λέει και τον σπρώχνει μακριά της.
  - Γιατί αγαπιόμαστε ακόμα Θάλεια, γιατί χωρίσαμε εξ αιτίας τρίτων...Λέει μα η πρόταση του κόβεται αμέσως. Η Θάλεια σμίγει τα φρύδια της.
  - Τι θα πει χωρίσαμε εξ αιτίας τρίτων; Ο Άγγελος μορφάζει μετανιωμένος γι' αυτό που ξεστόμισε και σηκώνεται όρθιος. Η Θάλεια τον αντιγράφει και τον γυρίζει προς το μέρος του.
  - Λέγε Άγγελε. Υπάρχει κάτι που δεν ξέρω για τότε; Του φωνάζει και εκείνος αγκαλιάζει το πρόσωπό της.
  - Ηρέμησε, της λέει και φιλάει το μέτωπό της όμως εκείνη τον σπρώχνει.
  -Όχι γαμώτο δεν ηρεμώ. Είχες γκόμενα; Για αυτό δεν πάτησες το πόδι σου στο νοσοκομείο όσο εγώ χαροπάλευα; Λέγε! Ουρλιάζει και τον χτυπάει στο θώρακα. Το πρόσωπο της έχει κοκκινήσει και τα μάτια της τρέχουν χωρίς να την ρωτάνε.
  - Τι; Όχι βέβαια.Λέει και την κοιτάζει θυμωμένος.
  - Μετά από όσα ζήσαμε πιστεύεις ότι θα μπορούσα να κοιτάξω άλλη;
  - Εδώ πέθαινε, πέθαινε γαμώτο και δεν ήρθες ούτε μια φορά.
  - Επειδή ο μπαμπάς σου φρόντισε να μας στείλει στο διαολο μια ώρα αρχύτερα. Η ανάσα της κόβεται και τα μάτια της γουρλώνουν.
  - Τι;

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora