Κεφάλαιο 6

116 9 0
                                    

  Το κινητό της δονείται πάνω στο κομοδίνο και η Θάλεια το κλείνει. Πότε πρόλαβε να ξημερώσει, σκέφτεται. Εκείνο όμως ξαναχτυπά και τότε αντιλαμβάνεται πως δεν χτυπάει το ξυπνητήρι αλλά κάποιος την καλεί. Σηκώνεται αμέσως και το αρπάζει. Ο αριθμός που την καλεί δεν είναι αποθηκευμένος στις επαφές, παρόλα αυτά το σηκώνει. Απαντάει χαμηλόφωνα ενώ ελέγχει τον Ορέστη που κοιμάται βαθιά.
  -Βγες στην αυλή. Της λέει μια αντρική φωνή που αναγνωρίζει αμέσως. Η Θάλεια βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα και κλείνει πίσω της την πόρτα.
  - Που βρήκες τον αριθμό μου; Τον ρωτάει ενώ ελέγχει από την μπαλκονόπορτα έξω. Τον εντοπίζει στο βάθος πίσω από τους θάμνους που χωρίζουν τα οικόπεδα.
  - Θα βγεις; Την ρωτάει ενώ τον βλέπει από μακριά να κουνάει τα χέρια του.
  - Κι αν ξυπνήσει ο Ορέστης; ρωτάει και τυλίγει την ρόμπα γύρω από τη μέση της.
  - Βγες πριν ξυπνήσει. Της απαντάει και κλείνει το τηλέφωνο.
  Η Θάλεια ρίχνει μια τελευταία ματιά στον Ορέστη, παίρνε τα κλειδιά πάνω από το τραπέζι και βγαίνει ξυπόλυτη στην αυλή.
  Η κάφτρα  του τσιγάρο του ξεχωρίζει μέσα στο σκοτάδι. Το σώμα του στέκεται  ακίνητο και μόνο τα μάτια του κινούνται καθώς την βλέπει να πλησιάζει.
  Η Θάλεια στέκεται μπροστά στο ψηλό κορμί του με τα χέρια σταυρωμένα.
  - Ακούω, του λέει παγερά ενώ κοιτάζει συνέχεια πίσω της. Ο Άγγελος σβήνει το τσιγάρο του και χαμηλώνει το βλέμμα στο πάτωμα.
  - Χθες το πρωί σου είπα πως δεν πρόκειται να ταράξω την ζωή σου...Ξεκινάει δειλά έχοντας όλη την προσοχή της Θάλειας πάνω του.
  - Μπες κατευθείαν στο θέμα Άγγελε. Τον διακόπτει αφού ο χρόνος τους μετράει αντίστροφα. Εκείνος την κοιτάζει μουδιασμένος.
  - Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη. Λέει με μια ανάσα και η Θάλεια χαμογελάει με ειρωνεία.
  - Για ποιο απ' όλα; Τον ρωτάει και βλέπει την αμηχανία να ζωγραφίζεται στα γαλανά του μάτια.
  - Για το απόγευμα. Σε έφερα σε δύσκολη θέση. Ειλικρινά δεν ξέρω τι με έπιασε. Απολογείται. Η Θάλεια ρίχνει το βάρος της στο ένα πόδι και γέρνει το κεφάλι της στο πλάι.
  - Θεωρείς πως απλά με έφερες σε δύσκολη θέση; Γελάει με πικρία. Ο Άγγελος ξεροκαταπίνει και τα μάτια του γυαλίζουν.
  - Δεν έχεις ιδέα τι έχω περάσει όλα αυτά τα χρόνια Άγγελε. Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα. Τονίζει την τελευταία πρόταση με ένταση και τα μάτια της βουρκώνουν.
  - Με ανάγκασες να αναφερθώ σε ένα συμβάν που προσπαθώ να διαγράψω από τη μνήμη μου. Και πέρα από αυτό έπρεπε να πω κι άλλα ψέματα για να καλύψω εσένα. Λες και δεν αρκούν ήδη τα όσα τους έχουμε πει. Ο Άγγελος αγγίζει το μπράτσο της όμως εκείνη τραβιέται μακριά του. Για μια στιγμή το χέρι του μένει μετέωρο.
  - Δεν είπες ψέματα Θάλεια. Λέει και το κατεβάζει.
  - Σε βολεύει να πω πως έκρυψα την αλήθεια; Γιατί ξέρουμε πολύ καλά πως ο οδηγός ήσουν εσύ. Πως φταίγαμε εμείς για το ατύχημα.. Εκείνος χαμηλώνει το κεφάλι του.
  - Τι θα γινόταν αν άνοιγα το στόμα μου μπροστά στη γυναίκα σου; Τον ρωτάει ψιθυριστά.
  - Δεν είναι γυναίκα μου. Την διορθώνει.
  - Σκοπεύει να γίνει ή τουλάχιστον ευελπιστεί. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας.
  - Γι' αυτό είμαι εδώ Θάλεια. Τα έκανα θάλασσα και ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. Εκείνη κούνα το κεφάλι της πέρα δώθε και στρέφει το βλέμμα της στο σπίτι.
  - Σταμάτησα να σε δικαιολογώ χρονιά τώρα. Μάθε επιτέλους πως μια λέξη δεν διορθώνει τα λάθη. Του λέει και εκείνος περνά το χέρι του μέσα από τις πυκνές του μπούκλες.
  - Δεν υπέφερες μόνο εσύ Θάλεια. Ξεχνάς μάλλον πόσο σε παρακάλεσα να μην με αφήσεις. Έκλαψα στα πόδια σου γαμώτο κυριολεκτικά. Καμία γυναίκα δεν με πόνεσε όσο εσύ. Τα χέρια του σφίγγουν τα μπράτσα της και την κουνάνε. Η φωνή του σπάει και τότε η Θάλεια τον χτυπάει με τις γροθιές της στο στήθος του.
  - Μην μου μιλάς για πόνο εσύ ρε. Έφαγα όλη τη γαμημενη μου ζωή στους ψυχιάτρους και τα φάρμακα. Ξέχασα πως είναι να γελάω. Έλιωνε η ψυχή μου κάθε μέρα. Αν πέθαινα...Λέει καθώς κλαίει και τον χτυπάει με μανία.
  -Σταμάτα! Της φωνάζει και πιάνει τα χέρια της. Εκείνη προσπαθεί να του ξεφύγει με λυγμούς όμως ο Άγγελος την κολλάει πάνω του και την αγκαλιάζει.
  - Σταμάτα, ψιθυρίζει πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της και μυρίζει τα μαλλιά της. 
  Μένουν για μερικές στιγμές έτσι, σιωπηλοί κι αγκαλιασμένοι. Σαν να χρωστούσαν αυτό το χάδι ο ένας στον άλλον.
  - Φύγε από αυτό το σπίτι Άγγελε. Θα υποφέρω για πάντα αν μείνεις εδώ. Του λέει και σκουπίζει τα δάκρυα της. Απομακρύνετε από την αγκαλιά του και στρώνει με τα δάχτυλά της τα μαλλιά της. Ο Άγγελος κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
  - Δεν θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά, στο υπόσχομαι. Όμως θα πρέπει κάποια στιγμή να πληρώσουμε για τα λάθη μας Θάλεια. Κι αυτή είναι η δικιά μας τιμωρία. Της λέει και χαϊδεύει τα μάγουλά της. Εκείνη κοιτάζει για μια στιγμή τα μάτια του κι ύστερα Απομακρύνετε.
  - Θάλεια; Της φωνάζει την τελευταία στιγμή κι εκείνη γυρίζει αργά προς το μέρος του.
  - Ήθελες στ' αλήθεια να έχω πεθάνει; Την ρωτάει και σκουπίζει βιαστικά ένα δάκρυ πριν προλάβει να κυλήσει. Εκείνη σμίγει τα φρύδια της με απορία.
  - Το απόγευμα, όταν σε ρώτησε η Κάτια αν σκοτώθηκε ο φίλος σου, είπες πως δυστυχώς ζει. Εκείνη αναγνωρίζει αμέσως τα λόγια της και του χαμογελάει λοξά.
  - Ξέρεις ήδη την απάντηση Άγγελε, του λέει και φεύγει.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora