Αν οι γείτονες ήταν άλλοι. Αν η Κάτια δεν ήταν φρικτά πανέμορφη και πάντα αψεγάδιαστη, δεν θα υπήρχε καμία πιθανότητα η Θάλεια να βαφόταν. Όμως αισθανόταν άβολα να σταθεί δίπλα στην επιτομή της τελειότητας, με τις ενοχλητικές φακίδες γύρω από την μύτη της και τα ξεραμένα χείλη της.
Τώρα μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου προσπαθούσε να πετύχει το eyeliner έχοντας χαραμίσει το μισό πακέτο μπατονέτες.
- Μήπως να μην πάμε; Ρωτάει η Θάλεια τον Ορέστη κοιτάζοντας τον μέσα από τον καθρέφτη. Εκείνος κουμπώνει το λινό πουκάμισο του και διπλώνει τα μανίκια.
- Είναι αγένεια μωρό μου. Θα έπρεπε να τους το πούμε νωρίτερα. Η Θάλεια ξεφυσάει και δοκιμάζει για χιλιοστή φορά να πετύχει τη γραμμή στο μάτι της.
- Αν και για να είμαι ειλικρινής αυτός ο Άγγελος μου φαίνεται κάπως περίεργος. Μόλις η Θάλεια ακούει το όνομά του μουτζουρώνεται. Αναθεματιζει μέσα από τα δόντια της και γυρίζει προς τον Ορέστη.
- Τον γνώρισες; Ρωτάει και με ένα μωρομάντηλο ξεβάφει όλο το μάτι της.
- Ναι, το πρωί που ήρθε η Κάτια χαιρετηθηκαμε από μακριά. Λέει και σκύβει να φορέσει τα παπούτσια του.
- Και γιατί σου φάνηκε περίεργος; Προσπαθεί να φανεί όσο το δυνατόν πιο αδιάφορη.
- Ε, ξέρω γω; Κρυόπλασμα. Με το ζόρι με χαιρέτησε. Έχει κι αυτά τα έντονα μάτια. Με κοίταζε λες και μου έκανε βουντού. Η Θάλεια γελάει ψεύτικα μα ο Ορέστης δεν το καταλαβαίνει.
Άραγε η συμπεριφορά του να οφείλεται στην πρωινή τους κουβέντα; Μήπως ζήλευε όπως ακριβώς ζήλευε η Θάλεια την Κάτια; Ή απλά δεν τον ενδιέφερε καθόλου να γνωρίσει τον Ορέστη και προσπάθησε να του το δείξει;
Ο Ορέστης ξεκρεμαει δύο ζακέτες από την ντουλάπα και πλησιάζει την Θάλεια. Φιλάει απαλά τον ώμο της και και στρώνει τα μαλλιά της.
- Έτοιμη; Την ρωτάει και εκείνη κούνα το κεφάλι της θετικά.Η Κάτια ήταν υπέροχη οικοδέσποινα. Είχε ετοιμάσει ένα σωρό κρύα πιάτα και είχε φτιάξει σπιτική σοκολατόπιτα. Είχε διακοσμήσει το τραπέζι της αυλή με ρανερ σε μπεζ χρώμα και είχε τοποθετήσει δυο στρογγυλά βάζα με ροζ ορχιδέες. Χαμογελούσε συνέχεια και δεν έχανε ευκαιρία να ανοίξει καινούργια θέμα όταν στο τραπέζι επικρατούσε αμήχανη σιωπή.
Ο Άγγελος από την άλλη έκανε τα αδύνατα δυνατά για τους δείξει πόσο ανεπιθύμητοι ήταν. Καθόταν συνέχεια ανέκφραστος, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου και κάρφωνε επίμονα τα μάτια του στον Ορέστη.
- Τελικά εσείς οι δυο δεν γνωρίζεστε; Ρωτάει κάποια στιγμή η Κάτια τον Άγγελο και την Θάλεια, μιας κι είναι από το ίδιο χωριό.
-Ναι, απαντάει ο Άγγελος.
- Όχι, απαντάει η Θάλεια πάνω στη φωνή του. Ο Ορέστης και η Κάτια τους κοιτάζουν μπερδεμένοι. Ο Άγγελος χαμηλώνει το βλέμμα του και προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελό του. Τα μάγουλα της Θάλειας κοκκινίζουν και καθαρίζει το λαιμό της.
- Τελικά γνωρίζεστε ή οχι; Ρωτάει ο Ορέστης και περνάει το χέρι του γύρω από τον ώμο της Θάλειας. Ο Άγγελος βλέπει την κίνηση και αμέσως σοβαρεύει.
- Φατσικά. Απαντάει ο Άγγελος για χάρη της. Εκείνη ανακάθεται και ακουμπά το χέρι της στο γόνατο του Ορέστη.
- Εγώ δεν σε θυμάμαι. Του λέει κοφτά η Θάλεια και εκείνος χαμογελάει. Η Κάτια παρατηρεί σιωπηλή την κουβέντα μη ξέροντας πως να επέμβει.
- Είχαμε διαφορετικές παρέες. Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θα σε ήξερα αν δεν είχες εκείνο το ατύχημα με το αυτοκίνητο. Το χέρι της Θάλειας σφίγγει το πόδι του Ορέστη ασυναίσθητα. Το πρόσωπο της χλομιάζει και τα μάτια της γουρλώνουν.
- Ποιο ατύχημα; Ρωτάει ο Ορέστης αναζητώντας το βλέμμα της έκπληκτος.
- Ήταν συνοδηγός όταν το αγόρι της προσπάθησε να αποφύγει ένα αυτοκίνητο που είχε βγει εκτός πορείας. Είχες μείνει καιρό στο νοσοκομείο. Η Θάλεια θέλει να τρέξει. Να φύγει από εκείνο το φρικτό τραπέζι και πάψει να ακούει την φωνή του Άγγελου.
- Δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ γι' αυτό. Λέει ο Ορέστης με απογοήτευση και θλίψη. Η Θάλεια γυρίζει προς το μέρος του.
- Ναι, είναι κάτι που προσπαθώ να ξεχάσω. Του λέει και πίνει μια μεγάλη γουλιά από το κρασί της.
- Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για εσένα. Λέει με συμπόνια η Κάτια και της πιάνει το χέρι.
- Υπήρξαν θύματα; Την ρωτάει και η Θάλεια νιώθει τα δάκρυα να της καίνε τα μάτια. Κούνα το κεφάλι της θετικά και ο Ορέστης την αγκαλιάζει.
- Καλή μου, είναι τρομερό. Σκοτώθηκε ο φίλος σου; Επιμένει εκείνη.
- Όχι, αυτός δυστυχώς ζει. Λέει η Θάλεια και κοιτάζει τον Άγγελο. Η Κάτια και ο Ορέστης συνοφρυώνονται.
- Γιατί το λες αυτό; Την ρωτάει ο Ορέστης ενώ χαϊδεύει το μάγουλο της. Η Θάλεια κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά.
- Μπορούμε να αλλάξουμε κουβέντα; Ζητάει απότομα η Θάλεια και όλοι συμφωνούν αμέσως.
CZYTASZ
Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)
Dla nastolatków- Πρέπει να πας στο νοσοκομείο. Μπορεί να χρειαστεί ράμματα. Της λέει και το καλύπτει ξανά με την πετσέτα. Η Θάλεια ακούει την φωνή του κι ο πόνος της μεγαλώνει. Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει απαλά το μάγουλο του. Στην αφή τους ο Άγγελος κλείνει...