Κεφάλαιο 1

219 12 1
                                    

     Το λευκό παρελθόν, είναι το εισιτήριο για την γαλήνια ζωή. Το αμαυρωμένο, ο ασκός του Αιόλου. 

  Η Θάλεια πέφτει λαχανιασμένη πίσω στο μαξιλάρι της. Το σώμα της γυαλίζει ιδρωμένο και γυμνό κάτω από το φως του ήλιου που ξετρυπώνει μέσα από το παράθυρο. Ο Ορέστης αφήνει το τελευταίο του φιλί στο λαιμό της και ξαπλώνει δίπλα της. 

- Δεν θα σε χορτάσω ποτέ. Λέει με το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα και την ανάσα του να βγαίνει ακόμα ακανόνιστη. Εκείνη γελάει και σηκώνεται ελέγχοντας το ψηφιακό ρολόι πάνω στο κομοδίνο της. Οκτώ και μισή, πάλι άργησε και θα την πιάσει η ζέστη. 

 - Θα βγω για τρέξιμο. Τον ενημερώνει διαλέγοντας ένα μαύρο σετ φόρμες μέσα από την δίφυλλη ντουλάπα. 

- Μπορώ να σε γυμνάσω εγώ. Ξανά. Τον αισθάνεται να την αγκαλιάζει πίσω από την πλάτη της την στιγμή που σκύβει να φορέσει το κολάν. Χαμογελάει, γυρίζει προς το μέρος του και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον σβέρκο του. 

- Πολύ δελεαστική η πρότασή σου, όμως αν δεν βγω τώρα δεν θα το κάνω ποτέ. Τον φιλάει στην άκρη της μύτης του με εκείνον να της γνέφει θετικά. 

- Το δέχομαι. Όμως να είσαι πίσω προτού φύγω για δουλειά. Ξέρεις πως θέλω να παίρνουμε μαζί πρωινό. 

- Σε μισή ώρα θα είμαι εδώ. Παίρνει το κινητό πάνω από το κομοδίνο και βγαίνει βιαστική από το δωμάτιο. 

 Το τρέξιμο για την Θάλεια, αποτελεί μια ρουτίνα που αρνείται να βγάλει από την ζωή της τα τελευταία εννέα χρόνια. Δεν πρόκειται για την σωματική της ανάπλαση μα ξεκάθαρα για ψυχολογικούς λόγους. Της το έχει συστήσει άλλωστε και η ψυχίατρός της. Η άσκηση εκτονώνει και λειτουργεί ως αγχολυτικό.

 Φορά τα airpod της και ξεκινά με ένα γρήγορο βάδην μέχρι να βγει στο ύψος του δρόμου. Το σπίτι τους βρίσκεται έξω από το χωριό. Σε μια έκταση γεμάτη έλατα και άπλετη θέα προς την θάλασσα. Στην γειτονιά υπάρχουν ελάχιστα κατοικήσιμα οικόπεδα, με τα περισσότερα απ' αυτά να έχουν αξιοποιηθεί ως εξοχικά για τον χειμώνα. 

  Χρειάζεται ακριβώς μισή ώρα για να κάνει τον κύκλο του χωριού. Πάντα ακολουθεί την ίδια διαδρομή, με σίγουρη τη στάση στο εκκλησάκι που υπάρχει κρυμμένο μέσα στο δάσος. Σε ένα μέρος που το παρελθόν ξυπνά. Καταφέρνει όμως και πείθει τον εαυτό της πως ξέχασε. Πως ο μόνος λόγος που το επισκέπτεται είναι για να ξεδιψάσει πίνοντας νερό από την πηγή. Ακόμα και τον χειμώνα. 

  Είναι λίγα μέτρα μόνο μακριά από το σπίτι της και δεν βλέπει την ώρα να μπει για ντους. Ο καυτός ήλιος κάνει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και τον ιδρώτα να τρέχει από τους κροτάφους της. 

 Καθώς όμως πλησιάζει το διπλανό οικόπεδο από το σπίτι της, την προσοχή της τραβά ένα μεγάλο φορτηγό μεταφορικής εταιρείας. << Καινούργιοι γείτονες; >> Απορεί, αφού σε αυτό το χωριό και  πόσω μάλλον στην συγκεκριμένη περιοχή είναι σπάνιο να μετακομίσει ο οποιοσδήποτε.

 Κοντοστέκεται στο ύψος του δρόμου και ελέγχει τους εργάτες που κατεβάζουν τα καινούργια έπιπλα. Στο κέντρο της αυλής, μια ξανθιά γυναίκα τους δίνει εντολές. Προφανώς είναι η ιδιοκτήτρια. Φαίνεται νέα, κάτω των τριάντα, κοντά στην ηλικία της Θάλειας. Είναι εντυπωσιακή και αν κρίνει από τα ρούχα της, σίγουρα δεν είναι ντόπια. Εδώ τα καλά ρούχα είναι περιττά. Ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης είναι το καφενείο στην πλατεία. Και σε αυτό, σπάνια εμφανίζονται γυναίκες. 

 Η Θάλεια, χαμένη στις σκέψεις της, δεν έχει αντιληφθεί πως τόση ώρα έχει καρφώσει τα μάτια της στην άγνωστη γυναίκα. Μόνο όταν εκείνη γυρίζει προς το μέρος της και την χαιρετάει από μακριά καταλαβαίνει πόσο αδιάκριτη υπήρξε. Σηκώνει το χέρι της αμήχανα και χαμογελάει ντροπαλά. Η καινούργια γειτόνισσα τρέχει προς το μέρος της, πάνω στα ψηλοτάκουνα πέδιλά της. 

- Καλημέρα και καλορίζικο. Μιλάει πρώτη η Θάλεια μόλις εκείνη φτάνει κοντά της. 

- Ευχαριστούμε. Χαμογελάει πλατιά και προτάσσει το χέρι της.

- Είμαι η Κάτια. 

- Θάλεια. Όπως φαίνεται, είσαι η καινούργια μου γειτόνισσα. Μένω ακριβώς δίπλα. Η Κάτια κοιτάζει προς την κατεύθυνση που της δείχνει και γουρλώνει εντυπωσιασμένη τα μάτια της. 

- Ουαου. Οφείλω να ομολογήσω πως σε ζηλεύω. Σχολιάζει κάνοντας την να γελάσει. 

- Το έχει σχεδιάσει ο άντρας μου. Είναι η δουλειά του. 

- Ω, είσαι παντρεμένη; Ρωτάει παραξενευμένη η Κάτια με την Θάλεια να κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.

- Αρραβωνιασμένη. Όμως είμαστε αρκετά χρόνια μαζί. Εσύ;

- Εγώ... Ευελπιστώ να γίνω. Απαντάει και γελάνε. 

- Εύχομαι να γίνει σύντομα. Λέει η Θάλεια με εκείνην να γνέφει. 

- Θα πρέπει να επιστρέψω αν θέλω να βρω τα έπιπλα στην σωστή θέση. Λέει η Κάτια και δείχνει προς το σπίτι με το βλέμμα της.

 - Ναι, φυσικά, μη σε καθυστερώ. Χαμογελάει. 

- Χάρηκα πολύ για την γνωριμία και ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα. Οπισθοχωρεί με την Θάλεια να την χαιρετάει. 

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora