Κεφάλαιο 13

103 10 1
                                    

  - Θάλεια, Θάλεια. Φωνάζει ο Ορέστης πίσω από την πλάτη της ενώ εκείνη τρέχει να κρυφτεί στο μπάνιο. Κλείνει πίσω της την πόρτα με δύναμη και την κλειδώνει. Η πλάτη της σέρνεται αργά πάνω στην ξύλινη επιφάνεια ενώ το πρόσωπό της παραμορφώνεται από το ξέσπασμα της. Καλύπτει το στόμα και την μύτη της με το χέρι της προκειμένου να μην ακουστεί το κλάμα της.
  Από την έξω πλευρά ο Ορέστης χτυπάει επίμονα την πόρτα ενώ ανεβοκατεβάζει με μανία το χερούλι.
  - Θάλεια άνοιξε την κωλόπορτα. Της φωνάζει και σε κάθε χτύπημα η πλάτη της ταρακουνιέται.
  - Τι σε επιασε μου λες; Ήρθε η κοπέλα να πει ενθουσιασμένη τα νέα και εσύ έβαλες τα κλάματα; Η Θάλεια κλαίει ακόμα πιο έντονα.
  - Φύγε Ορέστη. Του ζητάει ενώ αγκαλιάζει το σώμα της και ξαπλώνει στο πάτωμα.
  - Έχεις πάρει τα φάρμακά σου; Την ρωτάει και δοκιμάζει ξανά να ανοίξει, μάταια.
  - Φύγε γαμώτο! Ουρλιάζει και κοπανάει το πόδι της στην πόρτα. Ο Ορέστης παίρνει μια βαθιά ανάσα.
  - Θέλεις να μιλήσω με τον γιατρό σου; Σε παρακαλώ Θάλεια πες μου τι να κάνω για να σε βοηθήσω; Της λέει και ακουμπά το μέτωπό του στην πόρτα. Εκείνη δεν του απαντάει. Περιμένει μονάχα να ακούσει το βήματά του να απομακρύνονται και μπαίνει με τα ρούχα στην μπανιέρα.
  Δεν ξέρει πόση ώρα είναι εκεί μέσα μα το νερό έχει παγώσει και το δέρμα της έχει μουλιάσει. Δεν έχει μπει στον κόπο ούτε να βρει μια δικαιολογία για το ξέσπασμα της. Το μόνο που γυρίζει στο μυαλό της είναι η πληγωμένη έκφραση του Άγγελου όταν αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Πως γίνεται να τον αγαπούσε και την ίδια στιγμή να τον πλήγωνε ανεπανόρθωτα;
  Όταν βγήκε από το μπάνιο ο Ορέστης την περίμενε υπομονετικά στο σαλόνι. Είχε ανοίξει την τηλεόραση μα από το βλέμμα του η Θάλεια κατάλαβε πως δεν παρακολουθούσε. Μόλις την είδε να στέκεται μπροστά του, τινάχτηκε από την θέση του και την έκλεισε.
  - Είσαι εντάξει; Την ρώτησε και πλησιάσε κοντά της. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της θετικά και έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Ο Ορέστης χάιδεψε απαλά τους ώμους της και την τράβηξε από την μέση κοντά του.
  - Θα πάω να ξαπλώσω. Του λέει και οπισθοχωρεί.
  -Θάλεια, την πιάνει από το χέρι όμως εκείνη αποτραβιέται.
  - Δεν θέλω να το συζητήσω, του λέει προτού αρχίσει τις ερωτήσεις. Εκείνος σμίγει τα φρύδια του και την ξαναπιάνει .
  - Γιατί μου το κάνεις αυτό; Κάποτε δεν  μου έκρυβες τίποτα. Μου μίλαγες για τα πάντα. Τώρα τι σκατά έχει γίνει; Της φωνάζει. Η Θάλεια νιώθει το στομάχι της να σφίγγεται έτσι ταραγμένο που τον βλέπει. Δεν είναι όμως σε θέση να ξεστομίσει το παραμικρό ψέμα. Γιατί η εξήγηση που θα του δώσει δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ψεύτικη.
  - Όχι τώρα Ορέστη. Μην με πιέζεις άλλο. Του ζητάει και εκείνος αρπάζει το πρόσωπό της στα χέρια του και το πιέζει .
  - Μην μου λες πως σε πιέζω γαμώτο. Έμαθα από το πουθενά πράγματα για την ζωή σου που μου εκρυβες χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο και δεν μίλησα. Ξεκίνησες τα φάρμακα χωρίς να μάθω πότε την αιτία και εγώ πάλι δεν μίλησα. Σήμερα κλαις μπροστά στους ξένους ανθρώπους, κλειδώνεσε στο μπάνιο και τώρα που ζητάω εξηγήσεις πάλι αρνείσαι. Τι άλλο να κάνω ρε πούστη μου για να καταλάβεις πώς ανησυχώ για εσένα; Το πρόσωπό του έχει κοκκινήσει, τα καστανά του μάτια γυάλιζαν και η Θάλεια νιώθει πως προσπαθεί να μην κλάψει μπροστά της. Πως μπόρεσε να τον φέρει σε αυτή την κατάσταση;
  Χωρίς να το σκεφτεί τρέχει προς το μέρος του και τον φιλάει στο στόμα. Στην αρχή τον αιφνιδίασε μα γρήγορα καλοδέχτηκε τα χείλη της.
  Τα δάχτυλά του ανοίγουν βιαστικά το μπουρνούζι της και το ρίχνουν στο πάτωμα. Το στόμα του κατεβαίνει λαίμαργα στο λαιμό και στα γυμνά της στήθη. Εκείνη τον σπρώχνει χαμηλά και ρίχνει το κεφάλι της πίσω μόλις αισθάνεται την γλώσσα του ανάμεσα στα πόδια της. Εικόνες του Άγγελου να της κάνει ακριβώς το ίδιο έρχονται στο μυαλό της και τις διώχνει αμέσως.
  Του βγάζει τα ρούχα και τον βάζει να ξαπλώσει στο πάτωμα. Τα χέρια του πιέζουν τους μηρούς της όσο εκείνη ανεβαίνει πάνω του.
  Τον βάζει αργά μέσα της όσο  ο Ορέστης την παρακολουθεί και δαγκώνει τα χείλη του. Με την πρώτη κίνηση της τον ακούει να βογκάει. Πιάνει τα χέρια του και τα ακουμπάει πάνω στο στήθος της. Η Θάλεια ανεβοκατεβαίνει γρήγορα πάνω του και ο Ορέστης γέρνει το κεφάλι του πίσω.
  - Έτσι μωρό μου, της λέει και την τραβάει πάνω του. Εκείνη κουνιέται πιο γρήγορα και νιώθει την ανάσα του να αλλάζει. Σκύβει στο αφτί του και του ψιθυρίζει,
  - Μόνο για απόψε τελείωσε μέσα μου. Εκείνος προσπαθεί να κρύψει έναν αναστεναγμό και απότομα την βάζει από κάτω.
  Η Θάλεια προσπαθεί να αφεθεί, να το ευχαριστηθεί, όμως το σώμα του Ορέστη μοιάζει πια ξένο.
  Μόλις εκείνος τελειώνει πάνω στην κοιλιά της, η Θάλεια αισθάνεται ανακούφιση. Ο Ορέστης ξαπλώνει δίπλα της λαχανιασμένος και χαϊδεύει το μάγουλο της.
  - Σ' αγαπώ, λέει. Η Θάλεια χαμογελάει και αντί για απαντήση τον φιλάει στα χείλη.

  Το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο δείχνει έντεκα ακριβώς. Ο Ορέστης ευτυχώς έπεσε νωρίς για ύπνο κουρασμένος από το ταξίδι και δείχνει να κοιμάμαι βαθιά.
  Τελικά κατάφερε να τον πείσει πως η συμπεριφορά της οφείλεται στα χάπια και πως ίσως να ξανασυμβεί μέχρι να τα συνηθίσει ο οργανισμός της.
  Η ανάγκη για αλκοόλ την τρελαίνει όμως με τον Ορέστη στο σπίτι ξέρει πως είναι ανέφικτο να πιει έστω και μια γουλιά στα κρυφά. Κάτι τέτοιες ώρες εύχεται να κάπνιζε. Όλοι λεν πως το τσιγάρο λειτουργεί κι ως αντικαταθλιπτικό.
  Με αργά βήματα βγαίνει στην αυλή από την μπαλκονόπορτα του δωματίου. Η δροσιά την χτυπάει αμέσως και τυλίγει την ρόμπα της σφιχτά πάνω της. Από εκείνη την πλευρά του κήπου, μπορεί να δει την κρεβατοκάμαρα του Άγγελου μα τα φώτα είναι σβηστά. Άραγε την σκέφτεται; Την μισεί; Θα της μιλήσει ποτέ ξανά;
  Περπατάει αργά προς την μπροστινή πλευρά και τα μάτια της δεν μπορούν να μην ελέγξουν την αυλή του.
  Τότε τον βλέπει να κάθεται μόνος στο τραπέζι. Η καρδιά της γίνει χίλια κομμάτια. Το κεφάλι του είναι πεσμένο πίσω και τα μάτια του είναι κλειστά. Ανακουφίζεται που δεν την βλέπει ενώ εκείνη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο κοιτάζοντας τον. Κάνει ένα βήμα μπροστά για να μειώσει την απόσταση μα πατάει ένα κλαδί και μορφάζει. Κοιτάζει τα πόδια της και μόλις σηκώνει το βλέμμα της τα μάτια της συναντούν τα δικά του.
  Την κοιτάζει ανέκφραστος με αυτό το γαλάζιο χρώμα να την παγώνει. Εκείνη μένει μουδιασμένη στη θέση της μη ξέροντας τι πρέπει να κάνει.
  Θέλει σαν τρελή να πάει να του εξηγήσει. Να του ζητήσει συγνώμη.
  Ο Άγγελος βάζει το ένα του χέρι κάτω από το τραπέζι και δαγκώνει το κάτω χείλος του χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της. Η Θάλεια τον κοιτάζει μπερδεμένη από την κίνησή του μα γρήγορα καταλαβαίνει. Χαμηλώνει το βλέμμα της και τότε βλέπει πως το χέρι του κράτα σφιχτά τα μαλλιά της Κάτια. Το κεφάλι της ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια του με τον ρυθμό που της δίνει αυτός. Τα μάγουλα της Θάλειας κοκκινίζουν. Ο Άγγελος βγάζει έναν βαθύ αναστεναγμό και σε λίγα δευτερόλεπτα η Κάτια βγαίνει κάτω από το τραπέζι και τον φιλάει.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora