Κεφάλαιο 20

123 9 0
                                    

  Η διαδρομή μέχρι το σπίτι τους ήταν σιωπηλή. Μονάχα η γλώσσα του σώματος πρόδιδε τα συναισθήματά τους. Ο Ορέστης περπατούσε βιαστικά, με τα μάτια του καρφωμένα ευθεία. Το χέρι του κρατούσε σφιχτά το μπράτσο της και έσερνε την Θάλεια από πίσω του. Εκείνη του έριχνε κρυφές ματιές ελπίζοντας πως η σκληρή του έκφραση θα μαλάκωνε όταν θα έμεναν μόνοι.
  Μόλις έφτασαν σπίτι ο Ορέστης την έσπρωξε με δύναμη μέσα και εκείνη παραπάτησε. Πιάστηκε από τον τοίχο για να μην πέσει και κράτησε ακόμα και την ανάσα της από τον φόβο της. Ο Ορέστης περπατούσε νευρικά πάνω κάτω. Τραβούσε τις ρίζες των μαλλιών του, η έκφραση του είχε παραμορφωθεί από τον θυμό και τον πόνο μα δεν έβγαζε άχνα.
  - Πόσο καιρό είσαι μαζί του; Την ρωτάει τελικά κάποια στιγμή και η Θάλεια ξεροκαταπίνει.
  - Τι σημασία έχει; Τον ρωτάει χαμηλόφωνα χωρίς να τολμά να τον κοιτάξει. Ο Ορέστης κλωτσάει το τραπέζι,
  - Πες μου. Ουρλιάζει και οι φλέβες στο λαιμό του πετάγονται. Εκείνη σφίγγει τις γροθιές της πάνω στο στήθος της και κλείνει τα μάτια της τρομοκρατιμένα.
  - Λίγες βδομάδες αφότου μετακόμισαν. Απαντάει βιαστικά και ο Ορέστης γέρνει το κεφάλι του πίσω μουγκρίζοντας.
  - Αυτός το ξεκίνησε; Κάθεται απέναντι της και κουνάει τα πόδια του νευρικά. Η Θάλεια του απαντάει 《όχι》 με ένα νεύμα και εκείνος γελάει με ειρωνεία.
  - Γιατί γαμώτο; Δεν σε αγάπησα αρκετά; Την ρωτάει και η φωνή του σπάει. Τα μάτια της Θάλειας βουρκώνουν μα δεν τον πλησιάζει.
  - Ορέστη...ψιθυρίζει και τα δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά της.
  - Πως φτάσαμε εδώ; Μέχρι χθες μιλούσαμε για γάμους και παιδιά. Της λέει και καμπουριάζει την πλάτη του με σκυμμένο το κεφάλι.
  - Λυπάμαι πολύ. Λέει εκείνη και αγκαλιάζει με τα χέρια της τον εαυτό της σαν να κρυώνει. Ο Ορέστης τινάζεται από την θέση του και με δυο δρασκελιές φτάνει κοντά της. Πιάνει το πρόσωπο της στα χέρια του και το πιέζει τόσο που την παραμορφώνει. Της κόβεται η ανάσα και το σώμα της μουδιάζει από τον φόβο.
  - Δεν θέλω να ακούσω πως λυπάσαι. Ουρλιάζει ενώ το πρόσωπό του κοκκινίζει και σάλια πετάγονται από το στόμα του.
  - Θέλω να πεις πως μ' αγαπάς. Πως μετάνιωσες. Η Θάλεια δεν βγάζει αχνά, μονάχα τρέμει.
  - Πες το! Την ταρακουνάει τόσο που το μπουκάλι που βρίσκεται πίσω της πέφτει και σπάει. Η Θάλεια κλαίει με λυγμούς. Εκείνος ακουμπάει το μέτωπό του πάνω στο δικό της και σκουπίζει με τους αντίχειρες τα δάκρυα της.
  - Πως θα σ' αφήσω Θάλεια; Κλαίει.
  - Πως θα σ' αφήσω; Εκείνη κλείνει τα μάτια της. Ο Ορέστης με μια απότομη κίνηση αρπάζει το σπασμένο μπουκάλι και το βάζει ανάμεσα τους. Οι άκρες του γρατζουνάνε το δέρμα της, το αίμα της παγώνει.
  - Τι κάνεις Ορέστη; Τον ρωτάει και τα μάτια της κοιτάζουν το μπουκάλι.
  - Θα μπορούσα να σου συγχωρήσω τα πάντα. Ακόμα και που πήγες με αυτόν. Σ' αγαπώ τόσο που είμαι ικανός να το ξεπεράσω. Η Θάλεια κοιτάζει μια το μπουκάλι και μια την πόρτα. Μια απόφαση είναι. Τώρα που δεν την κρατάει σφιχτά, όταν δεν θα το περιμένει.
  - Ξέχνα τον Θάλεια. Διέγραψε όσα έκανες μαζί του κι έλα να πιάσουμε την ζωή μας από εκεί που την αφήσαμε. Το μπουκάλι απομακρύνετε για λίγο από πάνω της κι ο Ορέστης αναζητάει το φιλί της. Τώρα!
  Τα χέρια της τον σπρώχνουν με όλη της την δύναμη και ξεκινάει να τρέχει. Πίσω της ακούγεται κάτι να σπάει μα δεν γυρίζει να δει. Απλώνει το χέρι της κατεβάζει το χερούλι μα ο πόνος στην πλάτη της την κάνει να ουρλιάξει. Τα μάτια της έχουν γουρλωσει και η ανάσα της κόπηκε. Τα γόνατά της λυγίζουν μα ο Ορέστης την πιάνει προτού πέσει. Την γυρίζει προς το μέρος του και καρφώνει το μπουκάλι για δεύτερη φορά στην κοιλιά της. Κολλάει τα χείλη του πάνω στα δικά της και της λέει,
  - Δεν μπορώ να σ' αφήσω Θάλεια. Τα χέρια του έχουν γεμίσει αίματα. Τα μάτια της Θάλειας είναι γουρλωμένα και κοιτάζουν παγωμένα το πρόσωπό του. Την αφήνει απαλά στο έδαφος, αγκαλιάζει το σώμα της και κλαίει πάνω στο λαιμό της.
  - Δεν μπορώ να σε αφήσω. Το τελευταίο δάκρυ της κυλά αργά πάνω στο μάγουλο της.

Μη μ' αφήσεις ( Υπό Διόρθωση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora