Chapter 3

106 5 1
                                    

Τα μάτια μου άνοιξαν αφού ξύπνησα από τον πιο βαθύ ύπνο που είχα κάνει ποτέ στην ζωή μου. Αυτομάτως υπέθεσα ότι ήμουν στο δωμάτιο μου, στο δικό μου άνετο σπίτι, όποτε όταν κοίταξα τριγύρω και είδα ένα άγνωστο μέρος παραξενεύτηκα η αλήθεια είναι.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και σκαναρα το δωμάτιο. Ήταν σαν κελί φυλακής. Το λεπτό στρώμα σαν πέτρα που καθόμουν τώρα ήταν πάνω από κάτι πέτρινες βιβλιοθήκες. Όλο το δωμάτιο ήταν γκρι, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζιού και της καρέκλας που ήταν τα μόνα έπιπλα σε αυτό το μέρος.

Τα γεγονότα από χθες το βράδυ έρχονται στο μυαλό μου και ξαφνικά ξεχνάω πως να αναπνεύσω. Θεέ μου, με απήγαγαν. Το ωραίο αγόρι από χθες, με κυνήγησε, με απήγαγε, με νάρκωσε, και με έκλεισε σε ένα κελί. Θα πεθάνω. Θα με έβαζαν σε ένα δωμάτιο που θα παίζαμε κάποιου είδους παιχνιδιού και οι μόνες μου επιλογές θα ήταν να πεθάνω ή να ζήσω.

Ο πανικός στο κεφάλι μου σταμάτησε όταν η πόρτα από μέταλλο άνοιξε, κάνοντας έναν δυνατό θόρυβο. Αυτομάτως πίεσα τον εαυτό μου στον τοίχο, ώστε να είμαι όσο πιο μακριά από εκείνο το αγόρι που μπήκε στο δωμάτιο. Τον κοίταξα, και φαινόταν από τα μάτια μου πόσο τρομαγμένη ήμουν.

Ήταν το αγόρι που με απήγαγε.

«Καλημέρα πριγκίπισσα» με χαιρέτησε χαμογελώντας. Παρέμεινα κολλημένη στο τοίχο, χωρίς να κουνηθώ καθόλου. Περπάτησε μέχρι το κρεβάτι, και άρχισα να πιέζω τον εαυτό μου περισσότερο πάνω στον τοίχο, που νόμιζα ότι θα μου σπάσει η σπονδυλική στήλη. Χαμήλωσα το κεφάλι μου όταν σήκωσε το χέρι του γιατί νόμιζα ότι θα με χτυπήσει ή θα τραβήξει τα μαλλιά μου. Αντιθέτως, είδα ότι κρατούσε ένα πιάτο με 2 τοστ μέσα.

Κοίταξα το πιάτο με δυσπιστία, και μετά εκείνον. Ακόμα μου χαμογελούσε. Φαινόταν πολύ φιλικός για να είναι απαγωγέας.

«Δεν έβαλα κάτι μέσα, κοιμάσαι πολλές ώρες και πρέπει να φας κάτι, έχουμε μεγάλη μέρα μπροστά μας.» Μου είπε, φέρνοντας το πιάτο προς το μέρος μου. Το άρπαξα δυνατά, χωρίς να χαλάσω την οπτική επαφή. «Όχι ευχαριστώ;» Ρώτησε, γελώντας ελαφρά. Έπρεπε να σταματήσω τον εαυτό μου από το να του πετάξω το πιάτο στα μούτρα, δεν έπρεπε να τον προκαλέσω.

«Ευχαριστώ», είπα ψιθυριστά.

Μούγκρισε και πήγε να κάτσει σε μια καρέκλα απέναντι μου με μια ανακούφιση, «αν δεν φας αυτά τα τοστ θα με πληγωσεις, τα έφτιαξα μόνος μου.»

Ακόμα χαμογελούσε και εγώ τον κοίταξα σαν να είναι φρικιό. Μόλις με απήγαγε, και τώρα κάνει πλάκες και γελάει;

Shy girl with a gunWhere stories live. Discover now