Κεφάλαιο 3

2.2K 221 7
                                    

Είχαμε πάει στο χωριό πριν αρχίσει το καλοκαίρι για να ηρεμήσουμε λίγο από τον Αντρέα και να ξεφύγουμε κάπως. Ήξερε φυσικά εκείνος που βρίσκεται το χωριό μου, αφού είχαμε πάει και μαζί πολλές φορές. Καλά μου έλεγε η μάνα μου πως δεν έχανα ευκαιρία να επιδυκνύω τους άντρες που είχα δίπλα μου. Στην αρχή φοβόμουν μήπως εμφανιστεί μπροστά μου ξαφνικά, αλλά του είχα πει πως αν μου δώσει κάποιους μήνες να ηρεμήσω ίσως και να ξαναγύριζα δίπλα του, δικαιολογίες και ψέματα αλλά έτσι τουλάχιστον για λίγο είχαμε ηρεμήσει από εκείνον.

-Τελικά ρε μάνα τι έκανε ο Φίλιππος και εξαφανίστηκε σου έχει πει η Ελένη;

-Γιατί ρωτάς; Μην είναι κανένας κατεστραμμένος σαν αυτούς που πας και μπλέκεις και σου ξέφυγε;

-Ωχ μωρέ μάνα, εγώ φταίω που μιλάω...

-Εσύ φταις που κάνεις λάθος επιλογές.

-Τι θα γίνει τώρα μου λες; Θα μου το χτυπάς για πάντα;

-Κορίτσι μου, εγώ για σένα το λέω, δεν ήταν μια και δύο οι φορές. Πες μου έναν άντρα που βρήκες ποτέ που ήταν λογικός. Ούτε ένας, ούτε έτσι για δείγμα. Εσύ εκεί πάντα, ο ένας χειρότερος από τον άλλο. Με αποκορύφωμα τον τελευταίο σου, τον δολοφόνο.

-Μαμά... ο Αντρέας δεν είναι...

-Δεν είναι τι; Δολοφόνος; Όχι είναι καλόπαιδο, τόσο μπλεγμένος και δεν έχει σκοτώσει κανέναν έ; Μωρέ εσύ κοιμάσαι όρθια... τι να σου πω...

Κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της και πήγε στο δωμάτιο της. Δεν μπορούσα να της πω πολλά, είχε σε όλα δίκιο αλλά αν της το έλεγα θα άρχιζε τη μουρμούρα και δεν θα σταματούσε να λέει πως είχε δίκιο εκείνη και άδικο εγώ ούτε μετά από δέκα χρόνια. Έτσι προτίμησα απλά να μείνω μόνη μου στην κουζίνα και να πιώ ήσυχα τον καφέ μου. Αλλά δεν ήταν δυνατόν εκείνη τη μέρα να χαλαρώσω. Πάνω που είχα αρχίσει να ηρεμώ λιγάκι χτύπησε η πόρτα. Σηκώθηκα βαριεστημένη να ανοίξω έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι θα ήταν κάποια θεία πάλι που ήρθε για κους-κους. Άνοιξα την πόρτα και μου έπεσε το τσιγάρο από τα χέρια. Ο Φίλιππος στεκόταν μπροστά μου, πιο όμορφος από ποτέ.

Φορούσε ένα τζιν παντελόνι σκισμένο και ένα ασπρόμαυρο κοντομάνικο απλό t-shirt, τίποτα ιδιαίτερο, αλλά ήταν όλη η εικόνα του που με τρέλανε. Τα μαλλιά του ήταν πολύ κοντά, σχεδόν ξυρισμένα, και είχε εκείνα τα γένια που αρέσουν σε κάθε γυναίκα, ίσα που φαίνονται, ίσα που υπάρχουν για να σε αναστατώνουν. Τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ που επάνω στα γυμνασμένα του μπράτσα έμοιαζαν με έργα τέχνης. Κρατούσε μια τσάντα και με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω με εκείνα τα τεράστια πράσινα σε σχήμα αμυγδάλου, μάτια του. Τα είχα χάσει, και ενώ έπρεπε κάτι να πω,εγώ απλά είχα μείνει τον κοιτούσα σαν χαζή με το στόμα ορθάνοιχτο και τα μάτια γουρλωμένα.

Το κακό παιδί...Where stories live. Discover now