Κεφάλαιο 6

1.9K 188 11
                                    

Ξύπνησα πριν από εκείνον, τον κοίταξα, γύρισα πλευρό χαμογελώντας και έκλεισα ξανά τα μάτια μου, για δύο δευτερόλεπτα, μέχρι να συνειδητοποιήσω την καταστροφή. Είχα γουρλώσει τα μάτια μου και τον κοιτούσα τρομαγμένη. Ήμουν απόλυτα σίγουρη, είχα κάνει βλακεία, μεγάλη βλακεία, τεράστια βλακεία. Είχα ξεπεράσει και τον ίδιο μου τον εαυτό, παρόλο που είχα περάσει τέλεια! Αλλά αυτό δυστυχώς δεν αναιρούσε το γεγονός πως δεν έπρεπε να το έχω κάνει. Για άπειρους λόγους, αλλά κυρίως γιατί η μητέρα μου ήταν στο διπλανό δωμάτιο και αν τυχόν έμπαινε και μας έβλεπε θα πάθαινε εγκεφαλικό. Σε μια κρίση συνείδησης τον ξύπνησα σκουντώντας τον σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου. Εκείνος ατάραχος, με τράβηξε κοντά του και πήγε να με φιλήσει.

-Είσαι τρελός; Σήκω...., η μάνα μου είναι δίπλα και αν ξυπνήσει και σε βρει εδώ θα μας σκοτώσει και τους δύο... είπα και τον έσπρωξα από κοντά μου, ενώ την ίδια στιγμή άκουσα φασαρία από την κουζίνα, έτσι σαν να ήθελε η μοίρα να μου δείξει ότι την είχα πατήσει για τα καλά. Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου, δεν είχε την παραμικρή ανησυχία, σηκώθηκε, άρχισε να ντύνεται και όλο προσπαθούσε να με τραβήξει επάνω του. Λογικό, μετά από όσα είχαμε κάνει το προηγούμενο βράδυ ήθελε και συνέχεια, αχ πόσο ήθελα και εγώ. Να ξαπλώσω πάλι και να τον έχω επάνω μου, να τον νιώθω σε όλο το κορμί μου. Αλλά όχι, έπρεπε να φύγει. Δεν έπρεπε να τον δει η μάνα μου, για το καλό όλων μας.

-Χαλάρωσε λίγο ρε γαμώτο, πως κάνεις έτσι;

-Εγώ πως κάνω έτσι; Ψιθύρισα θυμωμένη, αν μας δει ξέρεις τι έχει να γίνει; Φύγε σε παρακαλώ....

Θύμωσε, ξενέρωσε, δεν με ένοιαζε εκείνη την ώρα τι ένιωθε, έπρεπε οπωσδήποτε να εξαφανιστεί από το δωμάτιο μου, και αυτό ήταν το μόνο που απασχολούσε εμένα. Εκείνου πάντως δεν του άρεσε που τον είχα ξυπνήσει έτσι, ούτε που τον έδιωχνα σχεδόν με τις κλοτσιές. Άνοιξα το παράθυρο για να φύγει όπως είχε έρθει την προηγούμενη νύχτα και με μια απότομη κίνηση το έκλεισα ξανά, πέφτοντας απογοητευμένη στο κρεβάτι. Η γλυκιά μου μανούλα τώρα είχε βγει στην αυλή και έκανε δουλειές. Καταπληκτικά, δεν υπήρχε τρόπος να φύγει ούτε μέσα από το σπίτι αλλά από έξω. Αυτό ήταν, είχε έρθει το τέλος μου. Η Μαρία, θα είχε να μου φωνάζει για τα επόμενα δέκα χρόνια με αυτό που μόλις είχα κάνει, θα φώναζε, θα έβριζε και θα μου έλεγε σε κάθε ευκαιρία πόσο δίκιο είχε για μένα και «στα έλεγα εγώ, εσύ δεν με άκουγες. Όλο τους ίδιους άντρες διαλέγεις». Παραδόθηκα απογοητευμένη πίσω στο κρεβάτι και έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου. Ο Φίλιππος, ήρθε και γονάτισε μπροστά μου, εμφανώς πιο ήρεμος από εμένα. Έπιασε τα χέρια μου και τα κράτησε ανάμεσα στα δικά του. Μου είπε απλούστατα, με ψυχραιμία να βγω από το δωμάτιο και να απασχολήσω την μάνα μου για λίγο στην κουζίνα ώστε να μπορέσει αυτός να βγει από το παράθυρο όπως είχε έρθει. Δεν ήταν τίποτα δύσκολο, δύο λεπτά ήθελε να βγει στην αυλή και να φύγει τρέχοντας. Και δεν είχε άδικο, μόλις άνοιξα την πόρτα μου, η Μαρία πετάχτηκε και προσφέρθηκε να μου ετοιμάσει καφέ. Δέχτηκα όλο χαρά, κάτι που την παραξένεψε λιγάκι και κάθισα μαζί της στην κουζίνα για να σιγουρευτώ ότι δεν θα βγει έξω. Όταν ήρθε μήνυμα στο κινητό μου, από τον Φίλιππο ότι είχε δραπετεύσει με επιτυχία την άφησα να βγει ξανά έξω, και την ακολούθησα παρέα με τον καφέ μου.

Το κακό παιδί...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant