Κεφάλαιο 1

4.6K 245 18
                                    

Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε εγώ ήμουν δύο χρονών και εκείνος έξι. Την πρώτη φορά που τον πρόσεξα σαν αγόρι είχα φτάσει τα δεκατρία. Είχαμε παίξει παρέα πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια, αλλά από το καλοκαίρι που τον είδα ξαφνικά σαν αγόρι και όχι σαν παιδάκι δεν παίξαμε ξανά, ούτε καν μιλήσαμε. Βρισκόμασταν κάθε καλοκαίρι στο χωριό μας. Τον τόπο καταγωγής της μάνας του και της δικής μου. Και ενώ τα πρώτα χρόνια παίζαμε μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού κάθε μέρα, την χρονιά εκείνη τα πράγματα άλλαξαν απότομα.

Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελα και πολύ να κατέβω στο χωριό, γκρίνιαζα στην μητέρα μου για να την πείσω να πάμε λιγότερες ημέρες. Που θα άφηνα τις φίλες μου τόσο καιρό μόνες τους; Τι θα έκανα εγώ στο «κωλοχώριο» που δεν υπήρχε τίποτα;

-Και οι φίλοι σου; Τα παιδιά από το χωριό; Δεν θες να τους δεις φέτος; Έλεγε η μάνα μου με την ελπίδα να μου αλλάξει γνώμη αλλά δεν τα κατάφερνε. Γιατί μέχρι την προηγούμενη χρονιά όλα ήταν καλά με τα παιδιά από το χωριό, περνούσαμε υπέροχα και διασκεδάζαμε πολύ, αλλά είχα έναν χρόνο να τους δω, και τώρα οι φίλοι μου από το σχολείο έμοιαζαν πιο σημαντικοί από οποιονδήποτε. Κατέβηκα λοιπόν με βαριά καρδιά και την πρώτη μέρα από αντίδραση έμεινα κλεισμένη στο σπίτι, το ίδιο και την δεύτερη. Μέχρι που την Τρίτη μέρα είχα βαρεθεί απίστευτα και την ώρα που ετοιμαζόμουν να αρχίσω να ουρλιάζω στην μητέρα μου χτύπησε η πόρτα του σπιτιού. Άνοιξα απρόθυμη, πιστεύοντας πως ήταν κάποια θεία που είχε έρθει να μας δει πάλι. Αλλά ήταν η φίλη μου η Άννα, που όλα τα προηγούμενα καλοκαίρια τα περνούσαμε παρέα στην πλατεία. Η οποία δεν ήταν όπως την θυμόμουν από την τελευταία φορά που την είδα. Είχε και εκείνη μεγαλώσει, ήταν ντυμένη σαν εμένα και φορούσε μάσκαρα!!! Τρελάθηκα όταν την είδα, είχα στο μυαλό μου την παιδική της εικόνα και χωρίς να ξέρω, πίστευα πως μόνο εγώ είχα μεγαλώσει και είχα γίνει «κουλ» πια.

-Καλά, ήρθατε από προχθές και δεν ήρθες καθόλου; Τι έγινε; Έλα, ντύσου και πάμε να βρούμε τα παιδιά στην πλατεία. Θα πάμε όλοι μαζί στο δασάκι, να δεις τι έχουν φτιάξει φέτος, θα τρελαθείς. Έχουμε και μουσική... φέρε και κανένα σιντι αν έχεις γιατί βαρέθηκα να ακούω την μουσική των άλλων.

Η Άννα έκανε σαν να μην είχε περάσει μέρα που δεν είχαμε ειδωθεί, και αφού την είδα έτσι, σε λίγα λεπτά το ίδιο ήμουν και εγώ. Και φυσικά, όλοι οι φίλοι μας είχαν μεγαλώσει, και πια δεν μαζευόμασταν για να παίξουμε κρυφτό, αλλά για να ακούσουμε μουσική, να φλερτάρουμε, να μιλήσουμε και κυρίως να κάνουμε πράγματα μακριά από τους γονείς μας. Κάθε κορίτσι είχε ένα αγόρι που της άρεσε και αντίστοιχα για κάθε αγόρι ίσχυε το ίδιο. Για όλα τα παιδιά υπήρχε ένα ιδανικό ταίρι εκτός από εμένα. Ο Κωστάκης προσπαθούσε να με πλησιάσει, να με κερδίσει, το έβλεπα εγώ και όλοι οι άλλοι ότι του άρεσα πολύ, αλλά εμένα μου ήταν εντελώς αδιάφορος. Απλός και βαρετός, ήταν πολύ καλό παιδί και αυτό ήταν το πρόβλημα μου, εμένα δεν μου άρεσαν τα καλά παιδιά, ήθελα κάποιον πιο μάγκα, πιο αλήτη, κάποιον πιο κακό παιδί.

Το κακό παιδί...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora