Κεφάλαιο 12

1.5K 162 4
                                    

Την στιγμή που σχημάτιζα τον αριθμό του τα χέρια μου έτρεμαν, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και η ανάσα μου έβγαινε με δυσκολία. Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήμουν έτοιμη να τον ακούσω, πόσο μάλλον να τον δω, αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή. Έπρεπε να το κάνω για να καταφέρω αυτό που ήθελα. Ήξερα καλά πως κατά βάθος δεν ήταν η βοήθεια του ο λόγος που τον καλούσα. Ήθελα να είμαι καθαρή απέναντι του, να ξέρει πως εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Να μάθει πρώτα από μένα για εμένα και όχι από άλλους. Μόνο έτσι θα καταλάβαινε και δεν θα του περνούσε από το μυαλό ότι έγινα ένα με το «σινάφι» που συναναστρεφόμουν, γιατί εγώ δεν ήμουν κακό παιδί. Το μυαλό μου έφτιαξε χιλιάδες συζητήσεις στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να απαντήσει. Χτύπησε αρκετή ώρα το τηλέφωνο πριν ακούσω την φωνή του, λαχανιασμένη και κουρασμένη να λέει ένα τρεμάμενο «ναι», ίδιο με το δικό μου, με φωνή που ίσα που έβγαινε. Μιλήσαμε για λίγο γενικά και αόριστα και μετά μάζεψα όλο μου το κουράγιο και του ζήτησα να βρεθούμε, χωρίς άλλες ανούσιες κουβέντες. Αφού αναλύσαμε το πω και το που, γιατί δεν γινόταν να βρεθούμε έτσι απλά, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να μας δουν μαζί και αυτό δεν θα ωφελούσε κανένα από τους δύο μας. Τελικά, δώσαμε ραντεβού σε ένα καφέ σε μια άσχετη και μακρινή και για τους δύο περιοχή και περίπου μιάμιση ώρα μετά τον έβλεπα να ανοίγει την πόρτα του μαγαζιού, με το κράνος στο χέρι και να με αναζητάει μέσα στον κόσμο. Όταν με είδε έκανε νεύμα με το χέρι του, χαμογέλασε από μακριά και άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος μου.

Όσο πλησίαζε προς το μέρος μου ένιωθα τυχερή που ήμουν καθισμένη γιατί αν ήμουν όρθια θα είχα σωριαστει στο πάτωμα. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος και μπροστά στα μάτια μου έβλεπα πολύχρωμες πεταλούδες και αστεράκια. Για αυτόν τον άντρα που με πλησίαζε ένιωθα πολλά πράγματα. Με αυτόν τον αστυνομικό ήμουν ερωτευμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως ήταν δυνατόν να μοιάζει κάθε φορά πιο όμορφος στα μάτια μου. Για μια στιγμή δεν ήθελα να του αποκαλύψω τίποτα, ήθελα να του πω πόσο πολύ μου είχε λείψει, πόσο τον αγαπούσα και τον ήθελα και να του ζητήσω να φύγουμε μαζί. Η χαζή αυτή σκέψη χάθηκε γρήγορα μαζί με τις πεταλουδίτσες και τα αστεράκια που έβλεπα όταν παρατήρησα το όπλο του που είχε κρυμμένο κάτω από την μπλούζα του και μετακίνησε πιο δεξιά όταν κάθισε για να μην τον ενοχλεί. Ήταν αστυνομικός, είχε μια υπόθεση που ήταν η ζωή του, δεν θα τα παρατούσε όλα για να φύγουμε μαζί ποτέ. Και εγώ είχα πάρει μια απόφαση και είχα έναν στόχο, δεν υπήρχε καιρός για έρωτες. Είχαμε και οι δύο άλλα στο μυαλό μας. Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου, έπιασε το χέρι μου και φίλησε την παλάμη μου σαν να φοβόταν να πλησιάσει το πρόσωπο μου για να με αγγίξει έστω και στο μάγουλο. Ήταν και αυτός αμήχανος και αυτό με ανακούφιζε κάπως, γιατί σήμαινε πως ακόμα υπήρχα μέσα του...

Το κακό παιδί...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora