Ο Φύλακας ενημερώνει τον Αντρέα και ο Αντρέας παίρνει τηλέφωνο την Άννα,Άννα έλα από την ασφάλεια θέλει να σου μιλήσει ο Θοδωρής, Άννα: Εντάξει έρχομαι. Πραγματι έρχεται η Άννα μετά από λίγα λεπτά και πάει στο κρατητήριο για να μιλήσει με τον Θοδωρή. Άννα: Μου είπαν ότι θέλεις να μιλήσεις. Θοδωρής: Ναι θα μιλήσω απλώς θέλω να πείσεις τον αδελφό να μην δώσει στην δίωξη ναρκωτικών τα κρυμμένα ναρκωτικά που έχω στο σπίτι μου ,τα έχω βάλει σε ένα αρκουδάκι της Δάφνης της μικρής μου αδελφής. Η Μυρτώ εκείνο βράδυ έφυγε από το σπίτι ενός καθηγητή της χρυπημενη με ένα ταξί. Με πήρε τηλέφωνο πριν φύγει από εκεί και μου είπε να της φέρω λεφτά και ρούχα. Για αυτό είχε την πιστωτική μου κάρτα και φορούσε τα ρούχα μου .Μπορεί να την ακολούθησε ο Καθηγητής αφότου έφυγα και εγώ με τον Άκη. Άννα: Σε πιστεύω θα προσπαθήσω να πείσω τον αδελφό σου να μην τα δώσει στην δίωξη και η Άννα φεύγει για να πάει στην Εισαγγελία για να μιλήσει στον Δημήτρη. Όταν φτάνει στην Εισαγγελία σκέφτεται δυνατά: ηρέμησε Άννα, θα σε έχει συνγχωρεσει και αν δεν το έχει κάνει θα τον φιλήσω παθιασμένο μπας και του περάσει.Ομως όταν αρχίζει να κατευθύνεται προς το γραφείο του Δημήτρη την σταματάει ο Μάρκος και της χαϊδεύει το μάγουλο και εκείνη την στιγμή έρχεται ο Δημήτρης από το γραφείο του και τους βλέπει. Η Άννα τότε γυρνάει το κεφάλι της και βλέπει ότι τους κοιτάει ο Δημήτρης και χαστουκιζει τον Μάρκο και τρέχει να προλάβει τον Δημήτρη ο οποίος κατευθύνεται στο αμάξι του.