Κεφάλαιο Πέμπτο
Τίτλος κεφαλαίου: «Ποιον δουλεύεις ρε, μπάτσε!»Μιχαήλ Αθανασιάδης
Ξαφνιάστηκα όταν εκείνη έπιασε το όπλο μου και το γύρισε στις παλάμες της. Με γρήγορες κινήσεις το έλυσε, και πέταξε στον δρόμο τα κομμάτια. Εγώ την κοίταξα στα μάτια. Που είναι η μικρή κοπέλα που μου έλεγε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου;
Δεν μπορούσα να την βρω μέσα στα μουντά μάτια της. Ήθελα τόσο πολύ να της βγάλω τους φακούς επαφής για να αντικρίσω αυτά τα γαλανά μάτια της, μα δεν το έκανα. Που είναι το κορίτσι που ερωτεύτηκα, παρόλο που ήξερα ότι δεν έπρεπε τότε; Που πήγε το κορίτσι μου; Σκατά… Δεν πρέπει να την σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο… Ποτέ δεν έπρεπε.
Εκείνη μου χαμογέλασε πονηρά, θυμώνοντάς με ακόμη περισσότερο. «Άκου καλά, αλήτισσα. Η πόλη δεν είναι η ιδιοκτησία της λέσχης για να κάνετε εσείς ό,τι στο διάολο θέλετε. Με κατάλαβες;» την πλησίασα περισσότερο, η ανάσα της χάιδευε την δική μου, και ήθελα τόσο πολύ να την φιλήσω, άγρια, να της δείξω ποιος έχει τον τελευταίο λόγο, αλλά δεν το έκανα.
Δεν έπρεπε…
«Γιατί θυμώνεις τώρα, ρε μπάτσε; Δεν σε κλώτσησα και στα αρχ-» να την πάλι, τόσο αυθάδης. Μα θα την φτιάξω εγώ. «Πρόσεχε πως μου μιλάς. Στο έχω πει ήδη τρεις φορές!» την προειδοποίησα, μα εκείνη μου χαμογέλασε.
Το διασκέδαζε που με έφερνε έξω φρενών. Έλα που αν μπορούσα να σε πιάσω στα χέρια μου, δεν θα μπορούσες ούτε χαμόγελο να σκάσεις μικρή αλήτισσα…
Αυτές ήταν και οι τελευταίες κουβέντες μας προτού ο μαλάκας ο αδερφός μου την πήρε με την μηχανή του. Δεν το πιστεύω το θράσος τους, τα μαλακισμένα.
«Που ήσουν ρε Μιχαήλ;» με ρώτησε ο Μάνος μόλις μπήκα στο τμήμα.
«Κυνηγούσα κάτι αλήτες» του απάντησα εκνευρισμένος, και ο Μάνος κούνησε το κεφάλι του, μα δεν απάντησε κάτι. «Πιάσαμε δύο μέλη από την λέσχη των Rippers MC» είπε ο Μάνος, και εγώ έμεινα να τον κοιτάω σαν χάνος.
«Και γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα;» ρώτησα, μα δεν περίμενα απάντηση. Έκανα με συνοπτικες διαδικασίες ό,τι χρειαζόταν, και ύστερα μπήκα στην αίθουσα ανάκρισης που ήταν το ένα από τα δύο ρεμάλια.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα χωρίς χαιρετούρες. Έχουν παίξει τα νεύρα μου, εξαιτίας της, που πλέον δεν με νοιάζει αν είμαι ευγενικός με τα ρεμάλια. «Όνομα, ηλικία, και πες μου και τι σκατά έκανες σήμερα στις 2 το μεσημέρι στην πλατεία» διέταξα, και ο βλάκας με κοίταξε σαν χάνος. Τι; Δεν καταλαβαίνει; Θέλει να το επαναλάβω; «Τελείωνε!» φώναξα, και ο Μάνος με κοίταξε περίεργα, μα δεν σχολίασε.
Μου απάντησε και δεν περίμενα να δικαιολογήσει τον εαυτό του. «Βρήκαμε τέσσερα όπλα γεμάτα σφαίρες και δύο άδεια» συνέχισα ακάθεκτος, χωρίς να τον αφήνω να μιλήσει.
«Βρήκαμε επίσης τις σφαίρες που ταιριάζουν με τα όπλα στον δρόμο» ψευδομαι, μα είμαι σίγουρος ότι θα έρθουν σύντομα στο τμήμα τα στοιχεία. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και γέλασε. «Ώπα ρε μπάτσε, ποια γκόμενα σε έκανε νευρικό;» συνέχισε να γελάει. Έχει όρια η υπομονή μου…
«Βούλωσέ το, αν θες να φας μόνο δύο χρόνια» του είπα, χτυπώντας την παλάμη μου στο τραπέζι. Ο κρότος έκανε και τον Μάνο αν τρομάξει. Βγήκα από την αίθουσα και κατευθύνθηκα στον άλλο ηλίθιο.
Ο Μάνος με κοιτούσε πάλι, μα δεν είμαι σε θέση για κουβέντα. Τα λόγια της παίζουν σε λούπα στο μυαλό μου, και δεν μπορώ να κάνω κάτι για να το σταματήσω.
«Παίζετε με τον νόμο! Τι δεν καταλαβαίνεις;» ρώτησα ξανά, μα εκείνη κούνησε το κεφάλι της και με κοίταξε απαξιωτικά. «Γάμα τον νόμο ρε!» μου φώναξε, έξαλλη. «Εγώ δεν μετανιώνω που προστατεύω την οικογένειά μου!
Σε αντίθεση με σένα, Αθανασιάδη, εμείς τις αρχές που μας έμαθε ο πατέρας σου, και ο δικός μου, τις θυμόμαστε και τις τηρούμε!» φώναξε και ήρθε τόσο κοντά μου, που ένιωθα την ανάσα της στα χείλη μου. Δεν το πιστεύω ότι με κατηγορεί έτσι! Δεν ήμουν εγώ που ήθελα να φύγει, γαμώτο!
«Ξέρεις πολύ καλά πως η μάνα μου μας πήρε από την λέσχη!» της φώναξα ακόμη πιο έξαλλος. Τα σώματά μας άγγιξαν, και ένιωθα πόσο συγχισμένη ήταν από τον τρόπο που ανασαίνει. «Ποιον δουλεύεις ρε, μπάτσε!» έφτυσε στα μούτρα μου την τελευταία λέξη.
«Θα μπορούσες να γυρίσεις πίσω! Μας πέταξες όλους στα σκουπίδια όπως η μάνα σου!» φώναξε ξανά. «Σκάσε!» της φώναξα πίσω. Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου δίπλα της! Με τρελαίνει η αλήτισσα, με βγάζει εκτός ορίων γαμώτο!
«Όταν μας γύρισες την πλάτη, Αθανασιάδη, σκέφτηκες ποτέ ότι άφησες πίσω έναν αδερφό και έναν πατέρα;! Εγώ δεν έχω πλέον πατέρα! Οικογένειά μου είναι η λέσχη! Δεν θα αφήσω ούτε τους Rippers, ούτε τους κωλόμπατσους να την καταστρέψουν!»
«Μιχαήλ!» γύρισα και κοίταξα την Εβελίνα. «Τι έπαθες βρε παιδί μου;» ρώτησε ανήσυχη και εγώ ξεφύσησα και κούνησα το κεφάλι μου. «Τίποτα, απλά με εκνεύρισε η αλήτισσα που κυνηγούσαμε το πρωι» της απάντησα, και εκείνη σήκωσε το ένα της φρύδι.
«Από πότε δίνεις εσύ βάση σε λόγια αλητών;» με ρώτησε με ένα μειδίαμα και εγώ την αγριοκοίταξα. «Μην το πεις-»
«Μήπως μας γυάλισε η αλήτισσα;» ρώτησε περιπαιχτικά και εγώ σηκώθηκα να φύγω. «Μην ξεχάσεις ότι θα πάμε όλοι μαζί στο μπαρ απόψε!» μου είπε, και εγώ σήκωσα το χέρι και την χαιρέτησα.
YOU ARE READING
Σταμάτα! ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ!
Romance«Ποια είναι αυτή, ρε;» ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την μικρότερη κοπέλα άγρια. «Η Ιφιγένεια Χρηστίδου. Δεν την θυμάσαι;» του απάντησε και εκείνος έμεινε στυλωμένος στην θέση του. «Κοίτα τι αλήτισσα έγινε το μικρό» ... «Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε ε...