«Ποια είναι αυτή, ρε;» ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την μικρότερη κοπέλα άγρια.
«Η Ιφιγένεια Χρηστίδου. Δεν την θυμάσαι;»
του απάντησε και εκείνος έμεινε στυλωμένος στην θέση του.
«Κοίτα τι αλήτισσα έγινε το μικρό»
...
«Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε ε...
¡Ay! Esta imagen no sigue nuestras pautas de contenido. Para continuar la publicación, intente quitarla o subir otra.
Ιφιγένεια Χρηστίδου
«
Πρόσεχε ρε Παναγιώτη!» φώναξα στον Παναγιώτη Χατζηθεοδώρου. Αυτός θα σκοτώσει και εμάς! «Ποιος του έδωσε όπλο αυτού;» ρώτησε γελώντας ο Νίκος και εγώ τον αγριοκοίταξα.
«Δεν είναι ώρα για πλάκες Πετρίδη» του είπα και πυροβόλησα έναν από τους Rippers στο μπράτσο. Αυτός πετάχτηκε πίσω και ανταπέδωσε. «Κάτω!» φώναξε ο Νίκος και εγώ ίσα που πρόλαβα και την γλίτωσα. «Βγείτε έξω ρε πουτάνες!» φώναξε ένας από αυτούς, και είδα την στιγμή που ο Σταύρος τα πήρε άσχημα.
Οι μαλάκες είχαν πετάξει μολότοφ χθες το βράδυ σε ένα από τα καφέ που είναι ιδιοκτησία της λέσχης. Έπρεπε να τους δώσουμε να καταλάβουν πως καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Και οι μαλάκες ούτε ψιχάλα δεν ήταν άξιοι να προκαλέσουν.
«Μπείτε!» φώναξε ο Νίκος και εγώ έπιασε ένα δακρυγόνο και το πέταξα στην πλευρά που είχαν μαζευτεί οι πιο πολλοί. Έτρεξα πιο κοντά και ξεκίνησα να πυροβολώ, όταν ο καπνός ξεκίνησε να διασπάται. «Σταύρο, τώρα!» φώναξα και ήρθε και εκείνος από πίσω μου.
Ο Νίκος ήταν μπροστά μαζί με τον Αργύρη Κορωναίο και τον Παναγιώτη και τους γαμούσαν τα όνειρα. Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ με τον Σταύρο ήταν να τραυματίσουμε όσους μπορούμε. Αυτό που κάναμε ήταν προηδοποίηση, την επόμενη φορά η σφαίρα μου θα έχει στόχο να σκοτώσει.
Η περιοχή ήταν κατεστραμμένη ξανά, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για αυτό. «Πιάστον!» φώναξα όταν είδα έναν από αυτούς να τρέχει. «Άστο, πάω εγώ!» συνέχισα και πήδηξα ένα κατεστραμμένο παγκάκι.
«Έλα εδώ ρε γαμημένε!» φώναξα και τον έπιασα από τον μπλούζα, φέρνοντάς τον κοντά μου. Του έδωσα μία στη μούρη με την πίσω μεριά του όπλου και εκείνος έπεσε λιπόθυμος. «Πάρτε τον πίσω στο compound αυτόν» είπε ο Νίκος και ο Αργύρης με τον Παναγιώτη του έγνεψαν καταφατικά.
«Θα φύγουμε για τα κεντρικά μόλις σκάσουν οι μπάτσοι» συνέχισε ο Νίκος και εγώ με τον Ορέστη Σταύρου και τον Λεωνίδα Διαμαντίδη συνεχίσαμε να μαχόμαστε με τους ηλίθιους. «Θα πιάσουμε άλλον έναν!» τους φώναξα.
«Ένας δεν φτάνει!» συνέχισε ο Αργύρης, συμφωνώντας μαζί μου, όταν ένας από τους Rippers τον στόχευσε στον ώμο. Σκατά! «Γαμώ την πουτάνα μου!» φώναξε ο Νίκος και εγώ τον κοίταξα. «Παναγιώτη! Πάρτον πίσω!» φώναξα.
«Και ο ηλίθιος-»
«Θα τον πάρει ο Λεωνίδας!» φώναξα πάνω από τους πυροβολισμούς για να με ακούσει. Λίγη ώρα αργότερα, είχαν φύγει και οι τρεις, μα η μάχη ήταν πολύ μακριά από το τέλος της. Οι μαλάκες όλο μιλάνε για πλάτες και άκρες αλλά δεν έχουν ιδέα ποιοι ήμαστε πλέον. Δεν θα δείξει κανείς μας έλεος μετά από όσους μα στέρησαν οι ηλίθιοι τόσα χρόνια πριν.
«Πλέον θα τους τελειώσουμε. Ή θα φύγουν ζωντανοί, ή νεκροί. Δικιά τους επιλογή» φώναξε ο Νίκος καθώς ερχόταν κοντά μου. «Για τον πατέρα σου» μου ψιθύρισε στο αυτί όταν ήρθε ακριβώς πίσω μου. Εγώ του έγνεψα σοβαρά και σήκωσα ξανά το όπλο μου. «Έτοιμη;» με ρώτησε ο Νίκος και εγώ τον κοίταξα με ένα μειδίαμα στα χείλη. «Γεννήθηκα έτοιμη»
Οι τρεις μας, ο Νίκος, ο Ορέστης και εγώ, τρέξαμε προς το μέρος τους και σηκώσαμε τα όπλα, μα τότε ήταν που ακούσαμε τις σειρήνες και σταματήσαμε όλοι. «Σκατά!» φώναξε έξαλλος ο Νίκος και εγώ έσφιξα το σαγόνι μου. «Γαμώ τους μπάτσους μου, γαμώ!» φώναξα εγώ όταν είδα έναν από τους Rippers να προσπαθεί να ξεφύγει.
«Ορέστη! Τρέχα πιαστον και πήγαινε τον στο compound!» του είπε ο Νίκος και εκείνος ξεκίνησε να τον κυνηγάει. «Θα αποσπάσω εγώ την προσοχή του Αθανασιάδη» είπε στον Νίκο που την κοίταξε περίεργα, μα και εκείνος ήξερε ότι ο αδερφός του θα προκαλούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα αν έμενε και παρατηρούσε την κατάσταση.
Ο Νίκος μου είπε που θα με συναντήσει με την μηχανή για να με πάρει από τα χέρια της αστυνομίας, και εγώ φόρεσα την μαύρη κουκούλα μου. Μόνο τα μάτια μου μπορούσε να δει κανείς, μα φορούσα φακούς επαφής και δεν θα με γνώριζαν αν με έβλεπαν στις κάμερες.
Γύρισα και παρακολουθούσα το αμάξι της αστυνομίας να φρενάρει και έξω να βγαίνουν τέσσερις μπάτσοι. Πρώτος πρώτος ο Αθανασιάδης. Είχαν τα όπλα τους οπλισμένα και τα στοχεύουν στην κατεύθυνσή μας. Κοίταξα ξανά τον Νίκο και μου έγνεψε, προτού φορέσει και εκείνος την κουκούλα του.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα μπροστά του, και ο Αθανασιάδης αμέσως μου ξεκίνησε να με κυνηγάει. Δεν νομίζω να έχω τρέξει ξανά στην ζωή μου τόσο πολύ, όμως εκείνος ήταν γρήγορος, βέβαια όχι όσο εγώ. Τρέχαμε στην μέση των δρόμων και των πεζοδρομίων. Οι περαστικοί κοιτούσαν σαν χάνοι και δεν έκαναν τίποτα να με σταματήσουν.
Ήξεραν ποιοι είμαστε, και δεν είχαν κανένα πρόβλημα μαζί μας. Πήρα μία ακόμη στροφή σε ένα στενό και συνέχισα να τρέχω με όλη μου την δύναμη. «Σταμάτα! ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ!» φώναξε και εγώ γέλασα από μέσα μου. Ναι ρε μπάτσε, σε είδα, γι’ αυτό τρέχω.