𝐕𝐈.«Κοίτα πίσω σου»

81 11 11
                                    

Κεφάλαιο Έκτο
Τίτλος κεφαλαίου: «Κοίτα πίσω σου»

Ιφιγένεια Χρηστίδου

«Θα σας δω αύριο πάλι» είπα στα παιδιά μετά που τσέκαρα τι κάνει ο Αργύρης. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε σοβαρά.

Ο κύριος Δημητρης, ο πρόεδρος της λέσχης, ήταν πολύ θυμωμένος με την απροσεξία μας. Είπε πως πάνω από όλα είναι η ζωή μας, και μας έκανε κήρυγμα για ώρες, και εγώ έκανα να γελάσω από καιρό σε καιρό όταν έδειχνε τον Νίκο.

Όλοι ξέραμε πως σύντομα θα τον ανέθεται πρόεδρο της λέσχης, μα ο Νίκος δεν ήθελε ακόμη, ήθελε τον πατέρα του στην αρχηγία, μα σιγά, 59 χρονών δεν είναι μεγάλη ηλικία.

Βγήκα έξω από το κτήριο και άγγιξα την πλάτη μου στον τοίχο. Κοίταξα γύρω μου. Παιδιά και γυναίκες έτρεχαν στις αυλές πάνω κάτω και φώναζαν, γέλαγαν, μιλούσαν. Όλη αυτή είναι η περιουσία της λέσχης, της οικογένειας μας. Κανείς δεν θα την ακουμπήσει όσο είμαι εγώ ζωντανή.

Σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στηθος μου και έσφιξα το σαγόνι μου. Ο Αθανασιάδης νομίζει πως παίζουμε, αλλά θα του δείξω πως η ζωές των μικρών παιδιών, των γυναικών και των μελών της λέσχης δεν είναι παιχνίδι του για να κάνει ό,τι θέλει.

Εκείνος μπορεί να μας παράτησε… Την λέσχη να παράτησε, μα εγώ έμεινα πίσω, παρακολουθούσα όσο θάβουμε τα νεκρά μέλη μας.

Εμείς ήμασταν εδω σε κάθε κηδεία, δίπλα σε κάθε μάνα και γυναίκα που έχανε τον γιο και τον άντρα της. Εκείνος έβγαλε την σκούφια του και την πέταξε στα σκουπίδια. Δεν έχει δικαίωμα να κάνει κήρυγμα σε κανέναν!

«Ιφιγένεια;» άκουσα τον Νίκο και γύρισα το κεφάλι μου, αντικρύζοντας τον. Τα γαλανά μάτια του γυάλιζαν με θυμό ακόμη, και εγώ μπορώ να τον καταλάβω.

Ήθελα με ζήλο να πιάσω το αρχίδι που τον πυροβόλησε, αλλά έχουμε πολύ πιο σημαντικά ζητήματα στο χέρι μας. «Θα γίνει καλά σύνοντα» του είπα και του έγνεψα. Εκείνος ξεφύσησε και άγγιξε την πλάτη του και εκείνος στον τοίχο δίπλα μου.

«Θέλεις ένα;» ρώτησε και εγώ του έγνεψα. Έβγαλε από το πακέτο δύο τυλιγμένα με χόρτο και εγώ τον κοίταξα με ένα χαμόγελο. «Ωραία τα έθιμα της λέσχης» είπα και το άναψα την ίδια ώρα που το έκανε και εκείνος.

Ο Νίκος γέλασε και με σκούντηξε απαλά με τον ώμο του. Η ησυχία δεν ήταν περίεργη με τον Νίκο και μου άρεσε που στην παρουσία του το μυαλό μου σταματούσε να τρέχει και ένιωθα ασφάλεια.

«Σας είδα…» ψιθύρισε λίγη ώρα αργότερα και εγώ τον κοίταξα αναστατωμένη. «Σε επηρεάζει ακόμη…» συνέχισε και εγώ ξεφύσησα και γύρισα το βλέμμα μου στις αυλές του compound. «Δεν έχει σημασία…» του είπα και εκείνος κατέβασε το κεφάλι του και γέλασε.

«Μακάρι να είχε γυρίσει όταν είχε την ευκαιρία» είπε ο Νίκος και εγώ γύρισα και τον κοίταξα, χαμογελώντας του.
«Είναι μπάτσος πλέον, Ιφιγένεια…» συνέχισε σοβαρός, και εγώ έχασα το χαμόγελό μου.

«Το ξέρω, Νίκο, δεν είμαι στραβή…» ψιθύρισα και έκανα μία ακόμη τζούρα από το τσιγάρο. «Δεν είπα αυτό Ιφιγένεια» με επέπληξε και εγώ ξεφύσησα. «Συγνώμη…» του ψιθύρισα και εκείνος μου χαμογέλασε. «Δεκτή, μικρή» είπε, αγκαλιάζοντας με.

«Το ξέρεις ότι θα σε κυνηγήσει όταν μάθει την αλήθεια, έτσι;» με ρώτησε και εγώ τον αγριοκοίταξα. «Καλά, καλά, μην δαγκώνεις»  είπε γελώντας και εγώ έσβησα το τσιγάρο. «Θα φύγω τώρα» του είπα και στάθηκα μπροστά του.

«Να προσέχεις, ναι;» εκείνος μου έγνεψε και μειδίασε απαλά. «Μην ξεχάσεις αυτό που σου είπα. Είναι μπάτσος, εσύ είσαι ιδιοκτησία της λέσχης, όσο κακό και να ακούγεται, και οι δύο ξέρουμε τι σημαίνει» είπε αυστηρά και εγώ του έγνεψα. «Τα λέμε Νίκο»

Λίγες ώρες αργότερα, η Σοφία, αδερφή του Παναγιώτη και η καλύτερη φίλη μου, έφτασε έξω από το πιο γνωστό μπαράκι της γειτονιάς και μαζί μπήκαμε και καθίσαμε στο μπαρ.

«Ρε εσύ του τα έχωσες κανονικά»μου είπε όταν της εξιστόρησα τι έγινε με τον Αθανασιάδη. Ήπια άλλο ένα σφηνάκι και της χαμογέλασα. «Δίκιο έχω. Εσύ απλά είσαι καλόκαρδη και τον λυπάσαι» είπα και εκείνη με αγριοκοίταξε, κάνοντάς με να γελάσω δυνατά.

«Αν σου πω όμως πως σήμερα σου έφεξε, θα με πιστέψεις;» με ρώτησε με ένα πονηρό μειδίαμα που με φόβισε πολύ. «Κοίτα πίσω σου» μου ψιθύρισε και εγώ το έκανα. Λίγα μέτρα πιο μακριά καθόταν ο Αθανασιάδης με δύο μπάτσους για παρέα. Αλλά σωστά, και αυτός μπάτσος είναι, μην το ξεχνάς αυτό Ιφιγένεια.

«Πάμε!» μου είπε και με έπιασε από το χέρι, τραβώντας με προς το μέρος του. «Πας καλά μωρη! Στους μπάτσους-» δεν πρόλαβα να συνεχίσω. Ήμασταν ήδη μπροστά τους, και η Σοφία χαμογέλασε και στους τρεις μπάτσους.

«Πόσο καιρό έχω να σε δω ρε Αθανασιάδη;» τον ρώτησε όταν αγκαλιάστηκαν και εγώ έσφιξα τα δόντια μου από τα νεύρα μου. «Αν ήθελε να σε δει, θα το έκανε» είπα ψυχρά, και όλοι με κοίταξαν. Το βλέμμα του Αθανασιάδη με έκαιγε αλλά εγώ τον αγνόησα.

«Εβελίνα Ματθαίου» είπε η ξανθιά μπάτσος και μου έδωσε το χέρι. Εγω στένεψα τα μάτια μου και της έγνεψα. «Ιφιγένεια Χρηστίδου» είπα απλά και κάθισα δίπλα από την Σοφία.

«Εμένα δε θα με χαιρετήσεις;» ρώτησε ο ξανθός καστανομάτης και εγώ του χαμογέλασα όταν θυμήθηκα ποιος είναι. «Ο καλός μπάτσος! Σε θυμάμαι!» είπα και εκείνος ξέσπασε σε γέλια.

Σταμάτα! ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ!Where stories live. Discover now