Κεφάλαιο Όγδοο
Τίτλος κεφαλαίου: «Αναπτήρα έχεις;»
Μιχαήλ Αθανασιάδης
Οδηγούσα για σχεδόν μία ώρα προτού φτάσω στο διαμέρισμά μου. Δεν μου μιλούσε και όταν την ρώτησα που μένει εκείνη μου έκανε μία πολύ σεμνή χειρονομία και συνέχισε να με αγνοεί. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να την πάω στην λέσχη, οπότε αποφάσισα να την πάρω μαζί μου.
Σταμάτησα το αμάξι και έβγαλα την ζώνη. «Γιατί με έφερες εδώ, μπάτσε;» ρώτησε μα δεν γύρισε να με κοιτάξει. Μπάτσε… Κάθε φορά που με αποκαλεί έτσι νιώθω ότι με φτύνει ρε πούστη μου. «Κοίτα με» είπα σοβαρά, μα εκείνη απλά γέλασε. Εκείνη έβγαλε γρήγορα την ζώνη της και έκανε ναν βγει από το αμάξι, μα δεν είναι τόσο γρήγορη όσο εγώ. Αρκετά πια!
Την έπιασα από τον καρπό και την γύρισα. Εκείνη με δύναμη αποτραβήχτηκε, μάλλον προσπάθησε, και εγώ απλά την κοίταξα στα μάτια. «Αν θες να κάνεις το μαγκάκι, αλήτισσα-» είπα με τον ίδιο τόνο «Τουλάχιστον βρες τα αρχίδια να με κοιτάς στα μάτια» γρύλισα και εκείνη έσφιξε το σαγόνι της.
«Τώρα, βγες από το αμάξι και μην τολμήσεις να κάνεις κίνηση να φύγεις» διέταξα και εκείνη άνοιξε με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου, κάνοντάς την να χτυπήσει το χέρι της. «Πούστη μου…» ψιθύρισε και εγώ χαμογέλασα αυθόρμητα. Αυτή η μικρή είναι τρελή.
Βγήκα από το αμάξι και περπάτησα αργά προς την εξώπορτα.Εκείνη με κοιτούσε με σταυρωμένα χέρια, μάλλον με έκαιγε με το βλέμμα της. Αυτά τα γαλανά μάτια είμαι σίγουρος πως θα είναι το τέλος μου. «Τώρα τι θέλεις δηλαδή;» ρώτησε και άγγιξε την πλάτη της στον τοίχο δίπλα από την πόρτα.
«Τι λες να θέλω ρε μικρή;» την ρώτησα αγανακτισμένος. Στάθηκα λίγα μέτρα πιο μακριά και έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες του τζιν μου. Είχα μία πολύ κακή σκέψη αυτή την στιγμή. Ήθελα τόσο γαμημένα πολύ να την αγγίξω.
«Μη με λες έτσι, μπάτσε!» είπε, εξαγριωμένη, και εγώ κούνησα το κεφάλι μου και ξεφύσησα. Κοίταξα τριγύρω μου. Ήταν νωρίς τα ξημερώματα, και δεν υπάρχει ψυχή στα πεζοδρόμια. Που και που θα περνούσε ένα αμάξι, μα αυτό ήταν όλο.
«Αναπτήρα έχεις;» ρώτησε λίγα λεπτά αργότερα, και εγώ έφερα το βλέμμα μου πάλι πάνω της. Έψαχνε στις τσέπες της, αλλά φαίνεται δεν βρήκε κάτι και ξεφύσησε εκνευρισμένα. «Στο αμάξι» είπα και εκείνη με κοίταξε απλά. Περπάτησα μέχρι το αμάξι, και πίσω.
Όταν στάθηκα μπροστά της, εκείνη με κοίταξε και δάγκωσε τα χείλη της.
Σήκωσε το χέρι της όταν εγώ κράτησα την αναπτήρα μπροστά μου για να της τον δώσω.«Ιφιγένεια» την επέπληξα και εκείνη με κοίταξε άγρια και έγειρε το κεφάλι της. «Τι λέμε;» ρώτησα και εκείνη έγλειψε τα χείλη της προτού με κοιτάξει. «Ευχαριστώ» είπε και εγώ της μειδίασα αμυδρά. Πάντα είχε πρόβλημα με τους τρόπους η μικρή.
Σταύρωσα τα χέρια μου και στάθηκα δίπλα της, παρακολουθώντας τις κινήσεις της. Εκείνη έβγαλε ένα πακέτο, και από αυτό, ένα στριφτό, που σίγουρα ήταν χόρτο, και το τοποθέτησε στα χείλη της. «Είσαι σοβαρή;» την ρώτησα με το ένα μου φρύδι σηκωμένο.
«Μπάτσος εδώ» είπα κοροιδευτικά και εκείνη κούνησε τους ώμους της. «Συνέλαβε με» είπε απλά και εγώ έσφιξα το σαγόνι μου. «Μακάρι να μπορούσα» ψιθύρισα, και εκείνη γύρισε απότομα και με κοίταξε. «Όταν τελειώσεις, έλα μέσα» διέταξα και γύρισα προς την πόρτα. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα.
Άνοιξα τα φώτα και πέταξα τα κλειδιά στον πάγκο της κουζίνας. Έβγαλα το μπουφάν μου και μετά συνέχισα με το όπλο και τις χειροπέδες. Τα τοποθέτησα και αυτά στον πάγκο της κουζίνας και πήγα στο ψυγείο. Έβγαλα μία μπύρα και τότε ήταν που ένιωσα το βλέμμα της πάνω μου.
«Εγώ δεν έχω μια από αυτές;» ρώτησε και έγειρε το κεφάλι της περιπαιχτικά, χαμογελώντας μου.
«Αφού θες» της έδωσα μία και προχώρησα στο σαλόνι, εκείνη με ακολούθησε και προχώρησε μπροστά μου. Κάθισε οκλαδόν στη μέση του ενός καναπέ και ήπιε λίγη από την μπύρα της.
«Πάντα απαίσιες ήταν αυτές» είπε και ήπιε λίγο ακόμη. Περπάτησα στον διπλανό καναπέ και κάθισα. «Αν δεν σου αρέσει γιατί τις πίνεις;» ρώτησε με το ένα μου φρύδι σηκωμένο. Εκείνη με κοίταξε περίεργα μα δεν απάντησε.
Δεν είπε κάτι άλλο για την υπόλοιπη ώρα που βρισκόταν στο σπίτι μου. Εγώ ένιωθα πως τρελαινόμουν τόσο κοντά που ήτα, μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Ήθελα τόσο πολύ να της μιλήσω, να την αγγίξω, μα δεν θα το κάνω… Δεν πρέπει…
«Χρηστίδου» απάντησε σοβαρά όταν σήκωσε το τηλέφωνο. «Ώπα, ώπα ρε Νίκο!» φώναξε τρομαγμένη, και στο άκουσμα του ονόματος του αδερφού μου εγώ τσίτωσα. «Ηρέμησε γαμώτο! Έρχομαι» είπε και σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. Σηκώθηκα και εγώ και την κοίταξα.
«Που πας;» ρώτησα και εκείνη σταμάτησε, γύρισε, και με κοίταξε σαν να μην ξέρει τι να κάνει. «Στο νοσοκομείο… Ο πατέρας σου έπαθε ανακοπή» ψιθύρισε την τελευταία πρόταση.
«Τι;» είπα αυθόρμητα αφού κούνησα το κεφάλι μου. «Προχώρα, θα σε πάω εγώ» είπα αυστηρά και εκείνη έγνεψε θετικά.
![](https://img.wattpad.com/cover/375332130-288-k329937.jpg)
KAMU SEDANG MEMBACA
Σταμάτα! ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ!
Romansa«Ποια είναι αυτή, ρε;» ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την μικρότερη κοπέλα άγρια. «Η Ιφιγένεια Χρηστίδου. Δεν την θυμάσαι;» του απάντησε και εκείνος έμεινε στυλωμένος στην θέση του. «Κοίτα τι αλήτισσα έγινε το μικρό» ... «Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε ε...